Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΙΩΑΣΑΦΑΙΩΝ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ

                            Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ὁ ἁγιογραφικός οἶκος τῶν Ἰωασαφαίων στή σκήτη Καυσοκαλυβίων (ἵδρυση 1858): εἰκονογραφικά πρότυπα, ἀπήχηση, ἐπιδράσεις.


   Κ ατά τήν ἐξεταζόμενη  περίοδο, οἱ δυτικότροπες καλλιτεχνικές τάσεις στήν ἁγιορειτική ἐκκλησιαστική ζωγραφική, πού εἶχαν ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰ. ἀναφανεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποκτοῦν μεγαλύτερη ἐμβέλεια. Ἔτσι, τά περισσότερα ἁγιορειτικά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια, μέ κορυφαῖο ἐκεῖνο τῶν Ἰωασαφαίων τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἀπό τά μέσα ἤδη τοῦ 19ου αἰ, ἀκολουθοῦν τίς γενικότερες τάσεις καί προσανατολίζονται σταδιακά σέ δυτικότροπες ἐκφράσεις, παρασυρόμενα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἀπό τίς αἰσθητικές προτιμήσεις τῶν πολυπληθῶν Ρώσων παραγγελιοδοτῶν, μοναχῶν καί προσκυνητῶν, πού συνέρρεαν τήν ἐποχή ἐκείνη στόν Ἄθωνα καί οἱ ὁποῖοι προτιμοῦσαν τήν οἰκεία σ᾿ αὐτούς ἀναγεννησιακή ρωσική ἐκκλησιαστική τέχνη. Στά ἐργαστήρια αὐτά εἶναι χαρακτηριστικός ὁ συνδυασμός καθιερωμένων ἀπό τήν παράδοση εἰκονογραφικῶν τύπων, οἱ ὁποῖοι στίς περισσότερες περιπτώσεις  ἐμπλουτίζονται μέ τήν εἰσαγωγή νέων στοιχείων, προσαρμοσμένων στίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως εἶναι οἱ περιπτώσεις θεμάτων ἀπό τήν ρωσική ἐκκλησιαστική παράδοση. Τό χρυσό βάθος, πού τόσο μεγάλη θεολογική καί καλλιτεχνική ἀξία ἔχει στίς βυζαντινές εἰκόνες, ἐλάχιστα ἤ καθόλου χρησιμοποιεῖται καί ἀντικαθίσταται ἀπό ρόδινους ἤ ὑποκύανους οὐρανούς, κατά τά δυτικά πρότυπα.
      Ὁ ἁγιογραφικός οἶκος τῶν Ἰωασαφαίων πού ἐγκαινιάζει κατά κάποιο τρόπο τήν περίοδο αὐτή στόν Ἄθωνα, γρήγορα θά ἐξελιχθεῖ  σέ «Σχολή Ἁγιογραφίας» καί σέ πρότυπο ἁγιογραφικῆς τέχνης, ἐπηρεάζοντας μέσα ἀπό τήν καταξίωσή του αὐτή, τούς ἄλλους ἁγιογραφικούς οἴκους τῶν Καυσοκαλυβίων, καθώς καί ὁρισμένα ἀπό τά ἐργαστήρια τόσο τῆς γειτονικῆς σκήτης της Ἁγίας Ἄννης ὅσο καί ἐκεῖνα τῆς Νέας Σκήτης. Ἱδρυτής τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ Καππαδόκης μοναχός Ἰωάσαφ (1832-1880). Τό 1858 ὁ Ἰωάσαφ ἀσκεῖτο στήν καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὅπου παραδίδεται ὅτι ἔμαθε τήν ἁγιογραφική τέχνη αὐτοδιδάκτως. Ἀπό τήν ἀνέκδοτη χειρόγραφη Ἱστορία τῆς ἀδελφότητας τῶν Ἰωασαφαίων μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό κεφάλαιο πού φέρει τόν τίτλο: ἀρχή τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης κατά τό ἔτος τῆς εἰς τήν Ἱ. Σκήτην Ἁγίας Ἄννης ἀφίξεως ἤτοι τό 1858.
     Τήν διήγησιν γράφω ὡς μοί εἶπεν ὁ Γέροντας Χρυσόστομος ἱεροδιάκονος.
    Τά χρόνια ἐκεῖνα ἤρχοντο εἰς Ἅγιον Ὄρος πλῆθος προσκυνηταί πανταχόθεν, ἰδίως ὅμως ἐκ Βουλγαρίας, οἵτινες ἠγόραζον μέ ἁδράν τιμήν διάφορα ἐργόχειρα ἄνευ οὐδεμιᾶς παρατηρήσεως πρό πάντων δέ ἐκκλησιαστικά, εἰκόνας διαφόρων ἁγίων ἐπί ξύλου καί χάρτου, σταυρούς, ἐγκόλπια ἁγίων, κλπ. τοιαῦτα.  Ἰδού πῶς ἤρχισαν καί ποῦ ἔφθασαν.
   Ἀφοῦ ἔβλεπον (ὅτι) ἐξοδεύοντο περισσότερον αἱ εἰκόνες ἁγίων, μίαν ἡμέραν λέγει ὁ Γέροντας εἰς τήν συνοδίαν του, Ἀντώνιον καί Χρυσόστομον ἀστειευόμενος: «Δέν ἀρχίζομεν καί ἡμεῖς τήν ζωγραφικήν τέχνην νά οἰκονομούμεθα; Ἰδού ὅπου περνοῦν μέ τιμήν αἱ εἰκόνες».
     «Ἡμεῖς δέ (λέγει ὁ Χρυσόστομος) ἐγελούσαμε μέ τόν Ἀντώνιον καί τοῦ ἐλέγαμεν, σιῶπα Γέροντα, μή μᾶς ἀκούσῃ κανένας καί μᾶς περιπαίζουν. Ἄνευ διδασκάλου ζωγραφική γίνεται; Δέν θά δυνάμεθα νά εὔγομεν ἔξω ἀπό τήν ἐντροπήν». Καί ἄλλα πολλά τοῦ ἔλεγον ἀμφότεροι ἵνα τόν ἐμποδίσουν. Ἀλλ᾿ ἡ τόλμη  του, τό θάρρος καί ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς ἦσαν μεγάλαι, δέν ἀνεχαιτίζοντο κατ᾿ οὐδένα τρόπον. Καί ὅσα τοῦ εἴπαμεν (λέγει) δέν μᾶς ἤκουσεν. Ἀλλά μίαν ἡμέραν εὑρίσκει ἕνα ταβανοσάνιδον ἐλάτινον, κόπτει 3-4 σανιδάκια ἰσομέγεθα μέ χάρτινες εἰκόνες στάμπες, τά ἡτοίμασε, ξεσήκωσε μονογραμμή ἐξ αὐτῶν καί ἐπειδή δέν εἶχε τῆς ζωγραφικῆς χρώματα, ἔλαβε ἀπό τήν βαφήν ὅπου ἐχρωμάτιζον τά σφραγίδια καί παρατηρῶν ἐπισταμένως ἀντέγραφεν.
    Ἐβίαζεν καί ἡμᾶς (λέγει ὁ Χρυσόστομος) νά ζωγραφίζομεν μιμούμενοι ταῖς στάμπες, καθώς ἔκαμνε ὁ ἴδιος. Ἀντιτείναμεν πολύ, ἀλλ᾿ αὐτός ἄκαμπτος ἀπό τήν ἀπόφασίν του. Μάλιστα δι᾿ ἐπιπλήξεων πατρικῶν μᾶς προέτρεψεν (καί) ἄκοντες ἀρχίσαμεν μιμούμενοι αὐτόν εἰς ἀντιγραφάς. Ἐπειδή δέ μελανόν χρῶμα δέν εἴχομεν (δέν χρειάζεται διά τά σφραγίδια τοιοῦτον), τάς ὀφρύς (φρύδια) κατεσκευάζαμεν μέ μελάνη γραψίματος. Ἀλλά καίτοι ἐπροφυλαττόμεθα ἵνα μή διαδοθῇ εἰς τήν Σκήτην ἡ νέα μας αὐτοδίδακτος τέχνη, ἐν τούτοις ἐγνώσθη, καί ἤρχισαν οἱ ἐμπαιγμοί. Καί δικαίως, διότι τίς ἀποτολμᾶ ἄνευ διδασκάλου νά ἀρχίσῃ τοιαύτην λεπτήν τέχνην; Ἡμεῖς ὅμως ἐλάβομεν πάντα προοφθαλμῶν καί οὐδόλως ἐπροσέχαμεν εἰς τά λεγόμενα τῶν ξένων ἀλλ᾿ ἐκοιτάζομεν ἐπιμελῶς τήν ἐργασίαν μας. Τέλος πάντων, κουτσά στραβά ἐκατορθώσαμεν καί ταῖς τελειώσαμεν. Ὕστερον μᾶς ἐπαρουσιάσθη ἄλλη δυσκολία ἐντροπῆς, πῶς νά πωλήσωμεν καί νά εἴπωμεν ὅτι εἴμεθα ζωγράφοι τόσον ἔκτακτοι, ἄνευ ἐλαχίστου διδαχῆς παρά διδασκάλου. Τέλος, ἐλάβομεν ὅλα προοφθαλμῶν, μετέβημεν εἰς Καρυάς καί ὁ Θεός οἰκονόμησε καί τάς ἐπωλήσαμεν μέ καλήν τιμήν (ἡ καλή τιμή ἦτο ἀνά 3 - 4 γρόσια ἑκάστη).
   Ἔκτοτε ἐλάβομεν ὁπωσδήποτε ὀλίγον θάρρος καί ἐξηκολούθημεν τήν αὐτήν νέαν μας ἐργασίαν μέ τήν πανταχόθεν ἀκριβήν παρατήρησιν τῶν καλῶν ἔργων καί ἀντιγραφήν αὐτῶν συνάμα καί ἐρωτήσεις ἀπό ὅλους τούς ζωγράφους καί ὅσον ὁ Θεός μᾶς ἐβοήθει καί ἐξοδεύοντο αἱ εἰκόνες, (καί) οἰκονομούσαμεν τά πρός τό ζῆν ἀναγκαία τόσον περισσότερον καί δραστηριότερον ἐπιμελούμεθα ἵνα καλωπίσωμεν αὐτάς μέ πᾶσαν λεπτήν ἐργασίαν καί καθαρότητα. Καί φαίνεται ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐννόησε τό μέλλον ὁ ζωγράφος ὅπου προείπομεν ἐν τῇ σημειώσει. Ὥστε εἰς τρία ἔτη ἐφθάσαμεν τούς κοινούς τοῦ Ὄρους ζωγράφους. Ἐζωγραφήσαμεν καί δύο εἰκόνες ὡς μία πήχη ὕψος διά τήν Λιτήν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ἀξίας 15 φλωρία καισσαρικά. Αἱ εἰκόνες αὔται εἰσέτι εὑρίσκονται ἐκεῖ.
    Αὔτη ἐστάθη ἡ τολμηρά καί δυσχερεστάτη ἀρχή τῆς ἁγιογραφίας μας.
                                   Ἔτος 1876-1880.
    Αἱ ἐργασίαι τῆς ζωγραφικῆς ἐπροόδευον, αἱ παραγγελίαι πλεῖσται ἀπό τήν Ἱ. Μονήν τοῦ Ρωσσικοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος πρό πάντων, ἥτοις ἠγόραζε καί ἀπέστελνε εἰς Ρωσσίαν. Ἐπώλει μέ ἀδράν τιμήν πρός ὄφελός της. Τά εἰκονοσάνιδα κατεσκεύαζον εἰς τήν Ἱεράν Μονήν ἐκ ξύλου κυπαρίσου μόνον,  ὄχι ἐξ ἄλλου. Οἱ ἐν Ρωσσίᾳ ρῶσσοι εἶχον εἰς μεγάλην ὑπόληψιν αὐτό. Ἦτο ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἐξ αὐτοῦ. Ἐπρομηθεύοντο αὐτό ἐξ Ἀνατολῆς, Κρήτης κλπ. μέρη.
   Ἕνεκα τῆς μεγίστης καταναλώσεως τῶν εἰκόνων ἠργάζοντο πλεῖστοι ζωγράφοι εἰς τάς Ἱ. Σκήτας, Κελλία καί λοιπά ἀλλ᾿ ἡ προτίμησις τῶν μεγάλων καί ἐπισήμων παραγγελιῶν ἦτο τοῦ Οἴκου μας. Διά τόν λόγον αὐτόν μέχρι τῶν ἐτῶν τούτων οἱ Μαθηταί τῆς ζωγραφικῆς ἀνέρχονται εἰς 28 τόν ἀριθμόν, ἀλλ᾿ ἡ διαμονή των δέν ἦτο ἐξ ἴσου. Ἄλλοι μέν ἔχοντες ἀρχάς διέμενον μήνας 3, 6, 8, ἕν ἔτος, καί οἱ μή ἔχοντες διόλου ἀρχάς, ἐπί 3-4 ἔτη. Τά ὀνόματα καί τήν καταγωγήν τῶν μαθητῶν αὐτῶν τε καί μεταγενεστέρων ἐσημείωσα εἰς τόν Α΄ τόμον Καταλόγου τῶν εἰκόνων, βιβλίο ἀριθ. 85 χειρόγραφον, τόν ὁποῖον συνέταξα μέ λεπτομερήν ἀρίθμησιν τῶν κατασκευασθεισῶν εἰκόνων.
    Ἡ φήμη ἐξετείνετο μακράν, αἱ παραγγελίαι μεγάλαι, ὁ πλοῦτος ἔρρεε, οἱ φίλοι ἐπληθύνοντο, ὁσημέραι οἱ ἐπισκέπται πολλοί συχνότατοι. Ὄχι μόνον ἐξ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἀπό μακρόθεν προσκυνηταί Ρῶσσοι, Βούλγαροι καί λοιποί διάφοροι ἐκεῖ ἐποίουν τήν διαμονήν των. Πολλάκις ἐπαρουσιάζοντο αἰφνιδίως καί τήν 1 - 2ην ὥραν τῆς ἑσπέρας 5 - 10 ἄτομα. Ἦσαν δέ ὑποχρεωμένοι νά τούς δεχθῶσι. Μάλιστα ἐάν προήρχοντο μέ ὁδηγόν ἐκ τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ρωσσικοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, χάριν τῶν παρ᾿ αὐτῆς προμηθευθέντων παραγγελιῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἦσαν ὑποχρεωμένοι ἄκοντες ἠναγκάζοντο νά δείξωσι φιλοφροσύνην...».
   Χωρίς πάντως νά θέλουμε νά ἀμφισβητήσουμε τά παραπάνω λεγόμενα τῶν ἰδίων τῶν Ἰωασαφαίων περί τοῦ αὐτοδίδακτου τῆς τέχνης τους, θά πρέπει βάσιμα νά ὑποθέσουμε σέ μία «συνεργασία» τοῦ γέροντος Ἰωάσαφ μέ τόν γέροντά του, ζωγράφο μοναχό Χατζηγεώργη. Πιστεύουμε μάλιστα ὅτι ὁ Ἰωάσαφ μαθήτευσε, ἔστω καί ἀτύπως, στό εἰκονογραφικό ἐργαστήριο τοῦ Χατζηγεώργη τοῦ κελλίου Ἁγ. Δημητρίου Κερασιᾶς, ὅπου ἀσκήθηκε ἐπί ἕνα περίπου ἔτος. Μία φορητή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος, τοῦ ἔτους 1860, τῆς πρώϊμης δηλαδή καλλιτεχνικῆς περιόδου τοῦ Ἰωάσαφ, πού εἶναι καί τό παλαιότερο μέχρι σήμερα ἔργο τοῦ Ἰωάσαφ πού ἔχουμε ἐντοπίσει καί ἡ ὁποία φυλάσσεται στό ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Νεοχωρίου Χαλκιδικῆς, συνδέεται ἀπό κάθε ἄποψη μέ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου Γοργουπηκόου, πού δωρήθηκε στόν ἴδιο ναό ἀπό τούς ἴδιους ἀφιερωτές μέ ἐκείνους τῆς προηγούμενης εἰκόνας. Ἡ δεύτερη αὐτή εἰκόνα, τοῦ ἔτους 1861, φέρει τήν ὑπογραφή: «Χείρ Χατζῆ Γεωργίου μοναχοῦ ἐκ τῆς Κερασιᾶς». Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὁμοιότητα τῶν ὑπογραφῶν τῶν δύο εἰκόνων, τοῦ Ἰωάσαφ καί τοῦ Χατζηγεώργη. Εἶναι μάλιστα ἀξιοσημείωτο ὅτι μετά τή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης ἡ συνοδεία μετακόμισε στό κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Κερασιᾶς, πού βρίσκεται πλησίον τοῦ κελλίου τοῦ Χατζηγεώργη.

   Τό ἐργαστήριο δούλευε μέ ἐντατικό ρυθμό γιά νά ἱκανοποιήσει τίς πολυάριθμες παραγγελίες. Μέσα σέ λίγες δεκαετίες, ἱστορήθηκαν σ᾿ αὐτό περισσότερες ἀπό 7.000 εἰκόνες, βάσει ἀρχειακῶν πηγῶν. Παράλληλα, τό ἐργαστήριο γνώριζε ἀπό παντοῦ τήν ἀναγνώριση: Τό 1900, ὁ σουλτάνος Χαμίτ  τίμησε τήν ἀδελφότητα μέ τό χρυσό μετάλλιο καλῶν τεχνῶν καί ἀργότερα μέ τό παράσημο μετζητιέ τρίτης τάξεως, γιά τίς καλλιτεχνικές ἐργασίες της σέ διάφορες περιοχές τῆς Τουρκίας, ἐνῶ ἡ βασιλική οἰκογένεια τῆς Ρουμανίας φανερώνει τήν προτίμησή της γιά τά καλλιτεχνήματα τῶν Ἰωασαφαίων. .
    Μέ τό ἐργαστήριο τῶν Ἰωασαφαίων ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ τό δυτικό φυσιοκρατικό καλλιτεχνικό ἰδίωμα καί ἰδίως ἐκεῖνο τῆς Ρωσοναζαρηνῆς λεγόμενης ζωγραφικῆς.
  Στήν βιβλιοθήκη τῆς σημερινῆς καλύβης τῶν Ἰωασαφαίων σώζονται πολλά ἀπό τά λιθογραφικά ἀντίτυπα εἰκόνων πού προέρχονταν ἀπό τή Ρωσία καί πού ἀποτελοῦσαν τά πρότυπα τῆς τέχνης τους. Πρότυπα πού μέ τή σειρά τους μιμοῦνται δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα. Τίς λιθογραφίες αὐτές προμηθεύονταν ἀπό τήν ἐκρωσισμένη ἤδη μονή Ἁγ. Παντελεήμονος, τίς ρωσικές σκῆτες τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα καί Προφήτου Ἠλία ἀλλά καί τά πολυάριθμα ρωσικά κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ παραγγελίες ἦταν  χιλιάδες καί κυρίως ἡ μονή Ἁγ. Παντελεήμονος διεδραμάτιζε τό ρόλο τοῦ μεσίτη μεταξύ τῶν ἐργαστηρίων καί τῶν Ρώσων, πού συνήθως ἦταν  εὐεργέτες ἤ ἀγοραστές. Φαίνεται μάλιστα ὅτι τά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια τῶν Ἑλλήνων ἁγιορειτῶν, ὅπως αὐτό τῶν Ἰωασαφαίων, ὑπερεῖχαν καλλιτεχνικά ἀπό τά ἀντίστοιχα τῶν Ρώσων, γι᾿ αὐτό καί οἱ Ρώσοι μοναχοί πού προωθοῦσαν τά ἔργα αὐτά στή Ρωσία ἤ στούς Ρώσους προσκυνητές προτιμοῦσαν νά μήν ἀναγράφονται τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν στίς εἰκόνες πού ἱστοροῦσαν, προκειμένου νά φαίνεται ὅτι αὐτές προέρχονταν ἀπό τά ρωσικά ἀθωνικά ἐργαστήρια. 
    Δέν θά πρέπει ὅμως νά ἀποδώσουμε τήν πλήρη εὐθύνη γιά τήν εἰσαγωγή τῆς φυσιοκρατικῆς ρωσοναζαρηνῆς τεχνοτροπίας στόν Ἄθωνα στούς Ἰωασαφαίους, καθώς – σύμφωνα μέ τόν Κ. Καλοκύρη – «ἐγένοντο οἱ ἐργάται μιᾶς τέχνης, ἡ ὁποία ἤδη πρό αὐτῶν ἦτο οἰκεία εἰς τόν Ἄθω». Ὁ Ο Καλοκύρης ἀναφέρεται στό γεγονός ὃτι ἡ ἀπόκλιση ἀπό παραδεδομένα στοιχεῖα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς δέν ἐθεωρεῖτο πάντοτε κακό ἤ ἐπιβλαβές πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
    Ἡ πρώτη ἀντίδραση στή σταδιακή ἐγκατάλειψη τῆς παραδοσιακῆς τεχνικῆς ἀλλά καί τεχνοτροπίας ἱστορήσεως τῶν εἰκόνων καί στήν υἱοθέτηση τῆς δυτικότροπης ζωγραφικῆς τῆς Ρωσοναζαρηνῆς σχολῆς ἀπό τά Ἁγιορειτικά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια σημειώθηκε στό ἴδιο τό Ἅγιον Ὄρος. Σέ μία ἐπιστολή τοῦ ἔτους 1897 στήν Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, τό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ «Ἁγιορείτης Μοναχός» πού τηρεῖ τήν ἀνωνυμία του, ἐπισημαίνει τήν παρακμή τῆς ἁγιορειτικῆς εἰκαστικῆς παραγωγῆς καί καταλογίζει εὐθύνες στό ρωσικό ἐμπόριο. Τονίζει ἀπό τή μιά τήν προτεραιότητα πού πρέπει νά ἔχει ἡ διδακτική λειτουργία τῆς εἰκόνας, σέ σχέση μέ τήν καλλιτεχνική της διάσταση, καί ἀπό τήν ἄλλη θεωρεῖ ὡς πρότυπα μερικά ἔργα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς μέ τήν προϋπόθεση ὅμως οἱ ἁγιογράφοι νά μήν περιορίζονται «εἰς μηχανικήν καί ξηράν ἀπομίμησιν», ἀλλά, μέσα στό πνεῦμα τῆς βυζαντινῆς τέχνης, νά δημιουργήσουν μέ ἐλευθερία τήν «ἡμετέραν ἁγιογραφίαν».
      Στά 1922, ἡ συνάντηση τοῦ Φώτη Κόντογλου, ὅταν βρέθηκε στά Καυσοκαλύβια – τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς του, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο – τόσο μέ τήν βυζαντινή καί πρώιμη μεταβυζαντινή τέχνη τοῦ Ἄθω ὅσο καί μέ τούς διάσημους ζωγράφους Ἰωασαφαίους – φορεῖς τῆς νέας καί ἀλλοτριωμένης ἀπό δυτικές καί ρωσικές ἐπιδράσεις ἐργοχειρικῆς καί βιοτεχνικῆς τέχνης – θά ἀποβεῖ καταλυτική. Ἀντιγράφοντας στό λεύκωμά του  Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω (Ἀθῆναι 1923) τήν τοιχογραφία τῆς Ἀποκαθηλώσεως ἀπό τό Κυριακό τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων (γ΄ τέταρτο 18ου αἰ.), ἔργο τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, ἔδειχνε μέ ἀσφάλεια σ᾿ ὅλους μας τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στήν παράδοση.

Εἰσήγηση τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στήν Στρογγυλή Τράπεζα: ΝΑΖΑΡΗΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, στά πλαίσια τοῦ Ζ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου: ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ, Θεσσαλονίκη, Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, 24 Νοεμβρίου 2012 .