Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαιοφόρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαιοφόρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ: ΕΙΣΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης

Κυριακή τῶν Βαΐων:

 Εἰσοδεύοντας μέ τόν Χριστό στή Μεγάλη Ἑβδομάδα

 

Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στή ἀρχή τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Φθά­νο­ντας ἡ πο­ρεί­α μας πρός τό Πάσχα, στό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μά της, ἑ­ορ­τά­ζουμε ἤδη τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τήν θρι­αμ­βευ­τι­κή εἴ­σο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁπότε ὑποδεχόμαστε κι ἐμεῖς τόν σιωπηλό, προβληματισμένο καί κατά πάντα περίλυπο Ἰησοῦ, πού εἰσέρχεται στήν Ἁγία Πόλη.

 

Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. 18 ΑΙΩΝΑ

Στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς ἑορτῆς τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Βα­ΐ­ων, ἄν σταθοῦμε μπροστά στήν εἰκόνα, θά παρατηρήσουμε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔχει μία περίσκεψη καί φαίνεται νά ἀπέχει ἀπό τά ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Γι᾿ αὐτό καί σιωπᾶ⋅ δέν χαιρετᾶ⋅ δέν εὐλογεῖ⋅ δέν θαυματουργεῖ⋅ δέν προσέχει στά Ὠσσανά. Ὅλ᾿ αὐτά γνωρίζει ὅτι εἶναι τά σημάδια μιᾶς πορείας πού μέλλει νά διανύσει.

 Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς, δέν πρέ­πει νά πα­ρα­μεί­νου­με στούς πα­νη­γυ­ρι­σμούς τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς. Ὁ Χρι­στός ἐ­πεί­γε­ται νά σταυ­ρώ­σει τήν ἁ­μαρ­τί­α, γι­ά νά θα­να­τώ­σει τό θά­να­το καί νά ἀ­να­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο. Ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με βα­θει­ά νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τόν Χρι­στό καί νά μπο­ρέ­σου­με νά βρε­θοῦ­με δί­πλα Του τή στι­γμή τῆς δό­ξας Του, ὁ­φεί­λου­με νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σου­με στό Πά­θος Του· νά συ­σταυ­ρω­θοῦ­με καί συ­ντα­φοῦ­με μ᾿ Αὐ­τόν.

 Πρέ­πει νά ἔ­χου­με συ­νε­χῶς πνευ­μα­τι­κή ἐ­γρή­γορ­ση καί νά μήν εἴ­μα­στε ρά­θυ­μοι σάν τίς «μω­ρές» ἐ­κεῖ­νες Παρ­θέ­νες τῆς πα­ρα­βο­λῆς, μι­ά πού ὁ Νυμ­φί­ος ἔρ­χε­ται «ἐν τῷ μέ­σῳ τῆς νυ­κτός». Βέ­βαι­α ὁ νυμ­φί­ος τῆς ψυ­χῆς μας Χρι­στός, ἔρ­χε­ται πά­ντο­τε καί μέ πολ­λές μορ­φές, κά­θε στι­γμή τῆς ζω­ῆς μας. Ἄς εἴ­μα­στε λοι­πόν ἄ­γρυ­πνοι πνευ­μα­τι­κά καί ἄς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ὥ­στε νά μή μεί­νου­με ἔ­ξω ἀ­πό τήν Βα­σι­λεί­α Του.

 Ὁ Κύ­ρι­ος, πρίν ἀ­πό τό Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, ζώ­στη­κε τό «λέ­ντι­ο­ν» καί ἔ­πλυ­νε τά πό­δι­α τῶν μα­θη­τῶν Του, δεί­χνο­ντάς μας ὅ­τι ὁ δρό­μος πού ὁ­δη­γεῖ στή θέ­ω­ση, περ­νά­ει ἀ­πό τήν πύ­λη τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καί τῆς ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­ας μέ τό συ­νάν­θρω­πο (Ἀκολουθία τοῦ Νι­πτῆρος). Μό­νο ἔ­τσι θά μπο­ρέ­σου­με νά συμ­με­τέ­χου­με στό κα­τε­ξο­χήν μυ­στή­ρι­ο τῆς συ­να­ντή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Χρι­στό, πού εἶ­ναι καί τό κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· τό μυστήριο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας (Με­γά­λη Πέ­μπτη).

 Συ­μπο­ρευ­ό­με­νοι νο­ε­ρά μέ τόν Χρι­στό στό δρό­μο γι­ά τόν Γολ­γο­θᾶ, ἄς στα­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς κά­τω ἀ­πό τό Σταυ­ρό. Κι ἐ­κεῖ πού Ἐ­κεῖ­νος θά σταυ­ρώ­νε­ται γι­ά τίς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες, ἄς σταυ­ρώ­σου­με τά πά­θη μας· «Τάς αἰ­σθή­σεις ἡ­μῶν κα­θα­ράς τῷ Χρι­στῷ πα­ρα­στή­σω­μεν, καί ὡς φί­λοι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν θύ­σω­μεν δι’ αὐ­τόν, καί μή ταῖς με­ρί­μναις τοῦ βί­ου, συ­μπνι­γῶ­μεν ὡς ὁ Ἰ­ού­δας...» θά ψάλλουμε στό α΄ ἀ­ντί­φω­νο τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας τῶν Πα­θῶν. Τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι σταυροαναστάσιμο.

  Νε­κρός πά­νω στό Σταυ­ρό, ἔ­ξω ἀ­πό τά τεί­χη τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, καί με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σή Του, τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα «κα­τά τάς Γρα­φά­ς», ὁ Χρι­στός συ­νε­χί­ζει νά πε­θαί­νει καί νά ἀ­να­σταί­νε­ται, μυ­στι­κά, μυ­στη­ρι­α­κά, μέ­χρι τό τέ­λος τοῦ κό­σμου τού­του μα­ζί μέ κά­θε ἄν­θρω­πο, τοῦ ὁ­ποί­ου «ἐ­νε­δύ­θη­» τό πρό­σω­πο.

 Δέν ἔ­χου­με λοι­πόν πα­ρά νά ἀ­να­ση­κώ­σου­με τή βα­ρι­ά πλά­κα τῆς πέ­τρι­νης καρ­δι­ᾶς μας πού σκε­πά­ζει μέ­σα μας, ὡς ἄλ­λος τά­φος, τόν Κύ­ρι­ο τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. Τό­τε Αὐ­τός, δί­χως ἄλ­λο, θά ἐ­γερ­θεῖ, ὅ­πως καί τή νύ­κτα ἐ­κεί­νη ὅ­που τά «πά­ντα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νός τε καί γῆ καί τά κα­τα­χθό­νι­α», ὅπως ψάλλουμε στόν ἀ­να­στά­σι­μο κα­νό­να, συ­νε­γεί­ρο­ντας κι ἐ­μᾶς μέ τή λυ­τρω­τι­κή Του πα­ρου­σί­α.

  Ὁ κα­θέ­νας πού, ἔ­στω καί γι­ά μί­α μό­νο φο­ρά, ἔ­ζη­σε αὐ­τή τή νύ­χτα «τή σω­τή­ρι­ο, τή φω­ταυ­γή καί λα­μπρο­φό­ρο», καί πού γεύ­τη­κε ἐ­κεί­νη τή μο­να­δι­κή χα­ρά, γνω­ρί­ζει ὅ­τι τό Πά­σχα εἶ­ναι κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μί­α ἑ­ορ­τή· πο­λύ πέ­ρα ἀ­πό μί­α ἐ­τή­σι­α ἀ­νά­μνη­ση ἑ­νός ἱ­ε­ροῦ γε­γο­νό­τος πού πέ­ρα­σε.

 Τό Πά­σχα μᾶς εἰ­σά­γει σ᾿ ἕ­ναν ἄλ­λο αἰ­ώ­να, σέ μί­α νέ­α δι­ά­στα­ση πού προ­α­ναγ­γέ­λει τόν ἀ­να­με­νό­με­νο κό­σμο· Βα­σι­λεί­α πού εἶ­ναι ἤ­δη πα­ροῦ­σα, μυ­στι­κά καί ὀ­ντο­λο­γι­κά ἀ­νά­με­σά μας·  «Ὦ Πά­σχα τό μέ­γα καί ἱ­ε­ρώ­τα­τον, Χρι­στέ. Ὦ Σο­φί­α καί Λό­γε τοῦ Θε­οῦ καί Δύ­να­μις· δί­δου ἡ­μῖν ἐ­κτυ­πώ­τε­ρον Σοῦ με­τα­σχεῖν ἐν τῇ ἀ­νε­σπέ­ρῳ ἡ­μέ­ρᾳ τῆς Βα­σι­λεί­ας Σου­», θά ψάλλουμε στόν ἀ­να­στά­σι­μο κα­νό­να.

 Τό Πά­σχα πα­νη­γυ­ρί­ζου­με τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ· «θα­νά­του τήν νέ­κρω­ση, Ἄ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν, ἄλ­λης βι­ο­τῆς τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χήν...», ὅ­πως θά ψάλ­λου­με στόν ἀ­να­στά­σι­μο Ὄρ­θρο. Καί αὐ­τή ἡ «ἄλ­λη βι­ο­τή», ἡ νέ­α ζω­ή πού πρίν δύ­ο χι­λι­ά­δες χρό­νι­α «ἀ­νέ­τει­λεν ἐκ τοῦ τά­φου», προ­σφέρ­θη­κε σ᾿ ὅ­λους μας.

  Ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ου­με στόν ἀ­να­στη­μέ­νο Χρι­στό, λά­βα­με τό δῶ­ρο αὐ­τῆς τῆς νέ­ας ζω­ῆς κα­θώς καί τή δύ­να­μη νά τήν ἀ­πο­δε­χθοῦ­με καί νά ζή­σου­με δι­ά μέ­σου της· τή δύ­να­μη νά ἀ­ντι­με­τω­πί­σου­με κά­θε κα­τά­στα­ση αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου, ἀ­κό­μα καί αὐ­τόν τόν ἴ­δι­ο τό θά­να­το· μι­ά πού μέ τό δι­κό του σταυ­ρι­κό θά­να­το ὁ Χρι­στός, ἄλ­λα­ξε τή φύ­ση ἀ­κρι­βῶς τοῦ θα­νά­του. Τόν ἔ­κα­νε πέ­ρα­σμα-δι­ά­βα­ση-«Πά­σχα» στή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας τή δρα­μα­τι­κό­τε­ρη καί τρα­γι­κό­τε­ρη στι­γμή τοῦ ἀν­θρώ­που σέ αἰ­ώ­νι­ο θρί­αμ­βο. Μέ τό «θα­νά­τῳ θά­να­τον πα­τή­σας», ὁ Χρι­στός μᾶς ἔ­κα­νε με­τό­χους τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.

  Τό Πά­σχα εἶ­ναι ἡ θύ­ρα, ἀ­νοι­χτή κά­θε χρό­νο, πού ὁ­δη­γεῖ στήν ὑ­πέρ­λα­μπρη Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Εἶ­ναι ἡ πρό­γευ­ση τῆς αἰ­ώ­νι­ας καί ἀ­πε­ρί­γρα­πτης χα­ρᾶς καί εὐ­φρο­σύ­νης πού πε­ρι­μέ­νει ὅ­σους, ἀ­φοῦ συ­σταυ­ρώ­θη­καν μέ τόν Χρι­στό, συ­να­να­στή­θη­καν μα­ζί Του, ἀ­πό τή νέ­κρω­ση πού εἶ­χαν ἐ­πι­φέ­ρει στή ψυ­χή τους τά πά­θη..

  Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο, φθάνουμε στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία καὶ πορεύομαστε μὲ κουράγιο καὶ δύναμη.

  Στήν πορεία πρός τήν συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, τόν Θεό μας, στόν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, στούς αἰώνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!   

Κα­λήν Ἀ­νά­στα­ση !

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ. Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ

 Η Βαϊοφόρος – ερμηνεία της εικόνας
 
Η σκηνή αναφέρεται στην Ευαγγελικά περικοπή που περιγράφει τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα. Για το περιστατικά αυτά μιλούν όλοι οι Ευαγγελιστές: Ματθ. 21: 1-11, Μαρκ. 11:1-10, Λουκ. 19: 29-38, Ιωάν. 12:12-15.
Η εικόνα της Βαϊοφόρου περιγράφει έντεχνα το ιστορικά γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, αποκαλύπτοντας συχρόνως και το «κεκρυμμένο μυστήριο» καθώς και το βαθύτερο νόημα των συμβάντων. Είναι επίσης η πρώτη στη σειρά των εικόνων εκείνων που αναφέρονται στα Πάθη και την συναντούμε στην εκκλησιαστική τέχνη από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια, στις Σαρκοφάγους των Κατακομβών.
Στην εικόνα βλέπουμε τον Χριστό καθισμένο σε υποζύγιο και τους Μαθητές να ακολουθούν, με επί κεφαλής τον απόστολο Πέτρο. Η πομπή πορεύεται προς την πύλη της εισόδου της πόλεως, όπου Τον αναμένει πλήθος κόσμου, κρατώντας κλαδιά από βάγια και φοίνικες.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χαρούμενα κι ενθουσιώδη, καθώς θεωρούν ότι ο Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας που, κατά τις παραδόσεις του ιουδαϊκού λαού, θα ερχόταν Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και θα ελευθέρωνε το υπόδουλο έθνος. Με το γεγονός της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα εκπληρώθηκε η προφητεία του προφήτη Ζαχαρία που λέει: «Χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών˙ κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων αυτός, πραΰς και επιβεβηκός επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. 9:99).
Αριστερά και πίσω από το σημείο απεικόνισης του Χριστού ζωγραφίζεται βραχώδης τόπος. Έτσι προσδιορίζεται η ακτίνα της πορείας του Χριστού και των Μαθητών από τη Βηθφαγή, που ήταν προάστιο της Ιερουσαλήμ κοντά στο όρος των Ελαιών, προς το κέντρο της πόλεως.
Η σκηνή χαριτώνεται και πλουτίζεται με την παρουσία και τη χαρούμενη συμμετοχή των «ακάκων παίδων του Ισραήλ» τα οποία είτε ανεβασμένα στα δέντρα για το κόψιμο των κλάδων είτε στρώνοντας τα ιμάτιά τους στο δρόμο για την υποδοχή του Χριστού, εκπροσωπούν τις αγνές και άδολες ψυχές που υποδέχονται τον «Βασιλέα της Δόξης».
Ο Χριστός ζωγραφίζεται καθισμένος πλάγια πάνω στο υποζύγιο ευλογών. Έτσι φαίνεται σαν να είναι ένας ένθρονος και δοξασμένος ηγέτης, που επισκέπτεται τους υπηκόους Του. Στο άλλο Του χέρι κρατάει κλειστό ειλητάριο, σύμβολο του νόμου της Καινής Διαθήκης, που πρόκειται να συνάψει με τον άνθρωπο προσφέροντας ως λύτρο το Αίμα Του. Η ελαφρά προς τα πίσω στροφή της κεφαλής Του δίνει την εντύπωση ότι συνομιλεί με τον πρώτο της χορείας των Μαθητών, τον απόστολο Πέτρο. Ο αγιογράφος θέλει μ’ αυτό να επισημάνει ότι ο δοξαζόμενος από το πλήθος ηγέτης, αν και φαίνεται ως βασιλεύς, δεν είναι άλλος παρά ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Η όλη σκηνή, αν και περιγράφει στιγμές δόξης και θριάμβου, εμφανίζει κάτι το πολύ παράδοξο: Βλέπουμε το λαό να επευφημεί ως επίγειο Βασιλιά Εκείνον που είχε κατ’ επανάληψιν σαφώς διακηρύξει: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν 12, 36).
Πηγή: poimin.gr

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ

 Η Βαϊοφόρος – ερμηνεία της εικόνας

Η σκηνή αναφέρεται στην Ευαγγελικά περικοπή που περιγράφει τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα. Για το περιστατικά αυτά μιλούν όλοι οι Ευαγγελιστές: Ματθ. 21: 1-11, Μαρκ. 11:1-10, Λουκ. 19: 29-38, Ιωάν. 12:12-15.
Η εικόνα της Βαϊοφόρου περιγράφει έντεχνα το ιστορικά γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, αποκαλύπτοντας συχρόνως και το «κεκρυμμένο μυστήριο» καθώς και το βαθύτερο νόημα των συμβάντων. Είναι επίσης η πρώτη στη σειρά των εικόνων εκείνων που αναφέρονται στα Πάθη και την συναντούμε στην εκκλησιαστική τέχνη από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια, στις Σαρκοφάγους των Κατακομβών.
Στην εικόνα βλέπουμε τον Χριστό καθισμένο σε υποζύγιο και τους Μαθητές να ακολουθούν, με επί κεφαλής τον απόστολο Πέτρο. Η πομπή πορεύεται προς την πύλη της εισόδου της πόλεως, όπου Τον αναμένει πλήθος κόσμου, κρατώντας κλαδιά από βάγια και φοίνικες.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χαρούμενα κι ενθουσιώδη, καθώς θεωρούν ότι ο Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας που, κατά τις παραδόσεις του ιουδαϊκού λαού, θα ερχόταν Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και θα ελευθέρωνε το υπόδουλο έθνος. Με το γεγονός της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα εκπληρώθηκε η προφητεία του προφήτη Ζαχαρία που λέει: «Χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών˙ κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων αυτός, πραΰς και επιβεβηκός επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. 9:99).
Αριστερά και πίσω από το σημείο απεικόνισης του Χριστού ζωγραφίζεται βραχώδης τόπος. Έτσι προσδιορίζεται η ακτίνα της πορείας του Χριστού και των Μαθητών από τη Βηθφαγή, που ήταν προάστιο της Ιερουσαλήμ κοντά στο όρος των Ελαιών, προς το κέντρο της πόλεως.
Η σκηνή χαριτώνεται και πλουτίζεται με την παρουσία και τη χαρούμενη συμμετοχή των «ακάκων παίδων του Ισραήλ» τα οποία είτε ανεβασμένα στα δέντρα για το κόψιμο των κλάδων είτε στρώνοντας τα ιμάτιά τους στο δρόμο για την υποδοχή του Χριστού, εκπροσωπούν τις αγνές και άδολες ψυχές που υποδέχονται τον «Βασιλέα της Δόξης».
Ο Χριστός ζωγραφίζεται καθισμένος πλάγια πάνω στο υποζύγιο ευλογών. Έτσι φαίνεται σαν να είναι ένας ένθρονος και δοξασμένος ηγέτης, που επισκέπτεται τους υπηκόους Του. Στο άλλο Του χέρι κρατάει κλειστό ειλητάριο, σύμβολο του νόμου της Καινής Διαθήκης, που πρόκειται να συνάψει με τον άνθρωπο προσφέροντας ως λύτρο το Αίμα Του. Η ελαφρά προς τα πίσω στροφή της κεφαλής Του δίνει την εντύπωση ότι συνομιλεί με τον πρώτο της χορείας των Μαθητών, τον απόστολο Πέτρο. Ο αγιογράφος θέλει μ’ αυτό να επισημάνει ότι ο δοξαζόμενος από το πλήθος ηγέτης, αν και φαίνεται ως βασιλεύς, δεν είναι άλλος παρά ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Η όλη σκηνή, αν και περιγράφει στιγμές δόξης και θριάμβου, εμφανίζει κάτι το πολύ παράδοξο: Βλέπουμε το λαό να επευφημεί ως επίγειο Βασιλιά Εκείνον που είχε κατ’ επανάληψιν σαφώς διακηρύξει: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν 12, 36).

Πηγή: poimin.gr

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Ὑποδεχόμενοι τόν Χριστό στήν θριαβευτική Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ τῆς ψυχῆς μας



                                                                     Γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

Ὑποδεχόμενοι τόν Χριστό στήν θριαβευτική Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ τῆς ψυχῆς μας

 Η Βαϊοφόρος

Εικόνα στο Πρωτάτου Αγίου Όρους. 17ος αιώνας μ.Χ.


Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων ἀκολουθοῦν τό κλείσιμο τῆς Σαρακοστῆς καί μᾶς δείχνουν τό πέρασμα πρός τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Εἶναι μιά κοινή ἀνάσταση, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, πρόγευση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Καί ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ πρσδοκώμενου Μεσσία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γίνεται ἡ εἴσοδος μιᾶς νέας βασιλείας καί ἑνός νέου βασιλέα, πού εἰσέρχεται στήν πόλη τῶν προφητῶν νά βασιλεύσει μέ τρόπο ὄχι ἀνθρώπινο, ἀλλά μέ τόν θρίαμβό Του πάνω στόν θάνατο.
 Φθά­νο­ντας ἡ πο­ρεί­α μας πρός τό Πάσχα, στό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μά της, ἑ­ορ­τά­ζουμε τήν θρι­αμ­βευ­τι­κή εἴ­σο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁπότε θά ὑποδεχθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν λαό τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ποιός ὅμως θά πρέπει να εἶναι ὁ σωστός τρόπος ὑποδοχῆς Του, ἀπό ἐμᾶς τούς πιστούς;
   Πράγματι ὑποδεχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί μέ τούς Ἰσραηλῖτες τόν Χριστό, ἀλλά ἕναν Χριστό προβληματισμένο καί κατά πάντα περίλυπο, πού εἰσέρχεται στήν Ἁγία Πόλη. Στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς ἑορτῆς τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Βα­ΐ­ων, ἄν σταθοῦμε μπροστά στήν εἰκόνα, θά παρατηρήσουμε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔχει μία περίσκεψη καί φαίνεται νά ἀπέχει ἀπό τά ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Γι᾿ αὐτό καί σιωπᾶ, δέν χαιρετᾶ,  δέν εὐλογεῖ, δέν θαυματουργεῖ, δέν προσέχει στά Ὠσσανά. Ὅλ᾿ αὐτά γνωρίζει ὅτι εἶναι τά σημάδια μιᾶς πορείας πού μέλλει νά διανύσει.
   Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς, δέν πρέ­πει νά πα­ρα­μεί­νου­με στούς πα­νη­γυ­ρι­σμούς τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς. Ὁ Χρι­στός ἐ­πεί­γε­ται νά σταυ­ρώ­σει τήν ἁ­μαρ­τί­α, γι­ά νά θα­να­τώ­σει τό θά­να­το καί νά ἀ­να­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο.
  Ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με βα­θει­ά νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τόν Χρι­στό καί νά μπο­ρέ­σου­με νά βρε­θοῦ­με δί­πλα Του τή στι­γμή τῆς δό­ξας Του, ὁ­φεί­λου­με νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σου­με στό Πά­θος Του· νά συ­σταυ­ρω­θοῦ­με καί συ­ντα­φοῦ­με μ᾿ Αὐ­τόν.


 

Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ

Πορεία πρός τό Πάσχα, μέσα ἀπό τήν ἁγιορείτικη εἰκονογραφική τέχνη.


 Η Βαϊοφόρος
Τοιχογραφία στο Κυριακό της Σκήτης Καυσοκαλυβίων. 18ος αιώνας μ.Χ.


Βαϊοφόρος. Τοιχογραφία γ΄μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Παρθενίου Σκούρτου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Δημοσίευση: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Μεταβυζαντινή τέχνη στή σκήτη Καυσοκαλυβίων», Πρακτικά Β΄ Διεθνοῦς Συμποσίου: Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 364, εἰκ. 1. Τοῦ ἰδίου, Ὅσιος Παρθένιος ὁ Σκοῦρτος, ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων. Ὁ βίος καί τό ζωγραφικό του ἔργο, ἔκδ. Πανευρυτανική Ἕνωση, Ἀθήνα 2010, σ. 131, εἰκ. 75..

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ. ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

 Κυρίλλου ἱερομονάχου Λαυριώτου, Συναξάρια Τριωδίου καί Πεντηκοσταρίου.
   [Ἐκδίδονται ἀπό τόν κώδ. Σκήτης Καυσοκαλυβίων 107

(φ. 44α)
                            Τ Κυριακ τῶν Βαΐων.
  Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἔχομεν καί τήν παροῦσαν χαρμόσυνον Κυριακήν τῶν Βαΐων.

           Στίχοι: Ἄνω σε κόλπος πατρικός σῶτερ φέρει.
                       κάτω δέ πῶλος, ὤ πόσον κενῇ πόσε.
                       πώλῳ καθίσας, ὁ λόγῳ τείνας πόλον,
                       βροτούς ἐκζητεῖ, λῦσαι τῆς ἀλογίας.
 
Η ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΑΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΣΚΟΥΡΤΟΥ. Β΄ ΜΙΣΟ 18ου ΑΙΩΝΑ
  Ταύτην τήν περιφανῆ καί κοσμοχαρμόσυνον ἑορτήν τῶν // (φ. 44β) Βαΐων ἑορτάζομεν δι’ αἰτίαν τοιαύτην. Παλαιά συνήθεια ἐπεκράτει πάσαις ταῖς πόλεσιν, ὅτι ὅσοι ἄνθρωποι ἐνίκον τούς ἀγῶνας ἤ καί ἐν τοῖς πολέμοις ὅσοι ἐνίκον τούς ἐχθρούς, οὗτοι νικηταί ἐλέγοντο. Οὕσπερ ὡς νικητάς ἐστεφάνουν κλάδοις ἁπαλοῖς ἐλαίας καί δάφνης. Ἔδιδον δέ καί ἐν τ χειρί φέρειν κλάδον φοίνικος. Ἐπειδή δέ, ὡς ἴδον τότε οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων τόν Ἰησοῦν ἐρχόμενον εἰς τήν πόλιν Ἱερουσαλήμ, ὡς νικητήν τοῦ θανάτου τοῦτον ἐπροϋπήντησαν. Πανταχοῦ γάρ ἐβεβαιώθη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς νικήσας τόν θάνατον, ὡς ἐξ ὕπνου ἤγειρε τόν τέσσαρας ἡμέρας ἔχοντα τεθαμμένον ἐν τ μνήματι, τόν δίκαιον λέγω Λάζαρον. 
  Προϋπαντῶντες οὖν τόν Ἰησοῦν ὡς νικητήν τοῦ θανάτου, ἔκοπτον κλάδους ἀπό τῶν δένδρων. Καί ἄλλους μέν κλάδους βαστάζοντες εἰς τάς χεῖρας αὐτῶν, ἔσειον τούτους αὐτ βοῶντες μεγαλοφώνως, «Ὡσανά τ υἱ Δαβίδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» (αὐτό δέ τό, ὡσανά, δηλοῖ τιμή, αἶνος ἔστω· ἤγουν, ἄς εἶναι δόξα καί τιμή τ υἱ τοῦ Δαβίδ, ὡσάν νά ἔλεγον, δοξασμένος ἄς εἶναι οὗτος ὁ Ἰησοῦς, ὅστις κατάγεται ἀπό τό γένος τοῦ βασιλέως Δαβίδ· δοξασμένος ἄς εἶναι καί εὐλογημένος αὐτός ὁ ἐρχόμενος, ὡσάν ὁποῦ ἐνίκησε τόν Ἅδην τόν θάνατον καί ἤγειρεν ἐκ τοῦ μνήματος νεκρόν τεταρταῖον). Ἄλλους δέ κλάδους ἔριπτον καί ἔστρωναν εἰς τήν ὁδόν, ὁμοίως καί τά ἱμάτια αὐτῶν, ἵνα ἐρχόμενος ὁ Ἰησοῦς καθήμενος ἐπί τό ζῶον, πατ καί περιπατ ἐπάνω εἰς ταῦτα, ὅπερ ἐστί σημεῖον βασιλικόν. 
  Οὗτος δέ ὁ λόγος, βαΐα, ἑβραϊκός ἐστί. Ἐπειδή βαΐ λέγεται ὁ ἁπαλός κλάδος. Αὐτά τά βαΐα βαστάζομεν καί ἡμεῖς // (φ. 45α) σήμερον διά τρία τινά αἴτια. Πρῶτον, εἰς τιμήν καί δόξαν τοῦ νικοποιοῦ καί νικητοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δεύτερον, εἰς ἀνάμνησιν καί ἐνθύμησιν τοῦ τότε γεγονότος ὁποῦ προείπομεν ὅτι ἐδέχθησαν οἱ Ἰουδαῖοι μετά Βαΐων τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰσερχόμενον εἰς τήν Ἱερουσαλήμ. Καί τρίτον, ὅτι τρόπον τινα καί ἡμεῖς εὑρισκόμενοι εἰς τόν ἀγῶνα καί εἰς τόν πόλεμον εἰς ταύτην τήν ἀπερασμένην ἁγίαν νηστείαν, ἐνικήσαμεν τούς ἐχθρούς μας τούς νοητούς, τούς δαίμονες δηλαδή, καί ὡς νικηταί βαστάζομεν καί ἐπισείομεν καί ταῦτα τά βαΐα. 
 Τ ἀφάτῳ εὐσπλαγχνίᾳ σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ποίησον ἡμᾶς νικητάς τῶν παραλόγων παθῶν, καί ἀξίωσον ἰδεῖν καί προσκυνεῖσαι, τήν φαιδράν καί ζωηφόρον σου ἀνάστασιν καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.


 Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: 
«Ὁ ἁγιορείτης λόγιος Κύριλλος Λαυριώτης καί τά ἀνέκδοτα Συναξάρια τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου. Συμβολή στή μελέτη τοῦ ἔργου του», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 844 (2012) 27-72.