Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα υμνογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα υμνογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ. 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ.


Δ' ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ. 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ.

   ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας σέ συνεργασία μέ τήν Ἁγιορείτικη Ἐστία. Θεσσαλονίκη 6-8 Νοεμβρίου 2009

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Τῶν Ἁγιορειτῶν Ὑμνογράφων ὁ Χορός.
Ἡ καταγραφή τῆς ὑμνογραφικῆς παραγωγῆς
 στό Ἄγιον Ὄρος

Εἰσήγηση στό Β΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Ἐργαστήριο γιά τό Ἅγιον Ὄρος. 

Θεσσαλονίκη Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017,  ὥρα 19.00 – 19.30 μ.μ. στήν αἴθουσα «Στέφανος Δραγούμης» τοῦ Μουσείου Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ
διαχρονική ὑμνογραφική παραγωγή στό Ἅγιον Ὄρος περιβάλλεται τήν πορφύρα τῆς αἰωνιότητας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἐν ἐξελίξει ἔρευνα πού παρουσιάζεται μέσα ἀπό τήν εἰσήγηση αὐτή εὐελπιστεῖ νά ἀναδείξει τήν τεράστια συμβολή τῶν Ἁγιορειτῶν Ὑμνογράφων στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Ὑμνογραφίας (ἰδιαίτερα στούς δύσκολους καιρούς τῆς Τουρκοκρατίας καί τῶν Νεομαρτύρων) καί νά ἀποτελέσει ἐλάχιστη συμβολή στήν Ἀθωνική Προσωπογραφία καί στή μελέτη τῆς πνευματικῆς κίνησης στό Ἅγιον Ὄρος στό πέρασμα τῶν αἰώνων.

Τόσο ἡ εἰσήγηση τοῦ π. Παταπίου ὅσο καί οἱ ὑπόλοιπες εἰσηγήσεις τοῦ Συνεδρίου, σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα πού παρατίθεται παρακάτω, θά μεταδίδονται σέ ζωντανή μετάδοση (live streaming) στήν ἠλεκτρονική διεύθυνση:  www.agioritikiestia.liveevents.gr


Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ


Η ψαλμωδίαις δε δηλούν πάλιν την γινομένην εις ταίς ψυχαίς μας ηδονήν, θεόθεν πεμπομένην, την ηδονήν λέγω αυτήν, οπού μας αναφλέγει εις του Θεού τον έρωτα, και θεϊκώς μας θέλγει και πλέον μας παρακινεί εις μίσος αμαρτίας, εις έχθραν και αποστροφήν κάθε λογής κακίας
Μοναχού Καίσαρίου Δαπόντε,
«Τίνος εστί σύμβολα τα θεία άσματα»,
Εξήγησις της Θείας Λειτουργίας, Βιέννη 1795.

Τα παραπάνω εξαίσια σημειώνει ο λόγιος Ξηροποταμηνός μοναχός από τη Σκόπελο, αναφερόμενος στην Υμνογραφία της Εκκλησίας μας, μιας τέχνης λειτουργικής, που με τα υψηλά νοήματα των κειμένων της συγκινεί τις καρδιές των πιστών, κατανύσσει τις ψυχές των προσευχομένων, διδάσκει τον θεολογικά υψηλό πλούτο της ορθόδοξης διδασκαλίας, κάνει προσιτές της αλήθειες της πίστεως με τρόπο ιεροπρεπή και τερπνό και με τη βοήθεια της βυζαντινής μελοποιίας συνοδεύει με τα λυρικά της δημιουργήματα τόσο τις χαρμόσυνες όσο και τις στενόχωρες στιγμές των πιστών. Μιας τέχνης, που ενώ προσλαμβάνει ανθρώπινα μέσα, όπως ο γραπτός λόγος επενδυμένος με τη μουσική, δεν μένει σε αυτά, αλλά ανεβάζει τον πιστό, μέσω της κατάνυξης και της προσευχής, στον θρόνο του Θεού. Μιας τέχνης που διακονεί έναν βασικό σκοπό: να βοηθήσει τον άνθρωπο στην ένωσή του με τον Θεό.
Είναι γνωστό ότι κοιτίδες της Υμνογραφίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και της Συρίας καθώς έκει ήκμασαν και διέπρεψαν τα μεγάλα παναρμόνια όργανα του Αγίου Πνεύματος, οι πρώτοι διαπρεπείς άγιοι υμνογράφοι Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ανδρέας Κρήτης, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Κοσμάς ο Ποιητής και Θεοφάνης ο Γραπτός, αλλά, και στη συνέχεια, η Κωνσταντινούπολη, με τους μεγάλους υμνογράφους της περιώνυμης μονής Στουδίου και τους εξαίσιους ύμνους τους.
Οι όσιοι και θεοφόροι αυτοί Πατέρες, «αί μυστικαί του Πνεύματος σάλπιγγες», οι πεφωτισμένοι αυτοί νόες, δόκιμοί και θεόπνευστοι υμνογράφοι, έθεσαν τα θεμέλια της Υμνογραφίας, καθώς μέσα από τους καρπούς της καθαράς και θεοειδούς ψυχής τους διαμόρφωσαν τις βάσεις και τους κανόνες της λειτουργικής αυτής τέχνης, μέσα στην οποία λατρεία, δόγμα και ήθος περιχωρούνται και συναρμόζονται.
Αλλά και το Άγιον Όρος, το παλλάδιο αυτό της ασκήσεως και το εργαστήριο της αγιότητας, όπου όλες οι αρετές καλλιεργούνται κατά τρόπο θαυμαστό, με την πανθομολογούμενη προσφορά του στη διαμόρφωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, δεν θα μπορούσε να υστερήσει και στην πνευματική διακονία του εμπλουτισμού της λειτουργικής μας ζωής. Έτσι, ο Αγιώνυμος Άθως προστέθηκε στους ιερούς εκείνους τόπους όπου καλλιεργήθηκε και εμπλουτίστηκε η εκκλησιαστική μας ποίηση, όπου παρήχθησαν «εύχυμοι και ηδείς καρποί ασμάτων ιερών και μελιχρών ύμνων» (μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης).
Στο πέρασμα των δώδεκα αιώνων μοναχικής ζωής, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι Αγιορείτες πατέρες, που τίμησαν και ανέδειξαν με την προσφορά τους την εκκλησιαστική ποίηση και μουσική και έθεσαν ανεξίτηλα την σφραγίδα τους στην Υμνογραφία, ασχολούμενοι και επιδιδόμενοι είτε στην σύνταξη υμνογραφημάτων είτε στη μελοποίηση των έργων αυτών.
Η θεία λατρεία για τον Αγιορείτη μοναχό δεν είναι κάτι στο περιθώριο της ζωής του αλλά κατέχει σ’ αυτήν κεντρική θέση. Δεν είναι πάρεργο, αλλά το κύριο έργο και η αποστολή του.
Μέσα σ’ αυτήν πραγματώνει τον μυστικό του γάμο με τον νυμφίο Χριστό, για τον Οποίον άλλωστε και αναχώρησε από τον κόσμο.
Έτσι, πολλές ώρες την ημέρα περνά στο ναό, λατρεύοντας τον Θεό και τιμώντας τους Αγίους Του. Με τον τρόπο αυτό ωριμάζει και αυξάνει εν Χριστώ.
kaysokalib2
Σε κάθε αθωνικό ναό και στις καρδιές των προσευχομένων πατέρων, από το Απόδειπνο μέχρι και το τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπου ολοκληρώνεται η νυχθήμερη Ακολουθία, ξεδιπλώνεται ολόκληρο το σχέδιο της πρόνοιας του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, ενώ η ίδια η αγιορείτικη εκκλησιαστική τάξη αντικατοπτρίζει την τάξη του ουρανίου θυσιαστηρίου.
Στον χώρο του ναού, κατά τη θεία λατρεία και κατά τη διάρκεια του λειτουργικού χρόνου, ο Αγιορείτης βλέπει τον Χριστό να γεννιέται στη Βηθλεέμ, να βαπτίζεται, να διδάσκει το λαό, να θαυματουργεί, να πάσχει, να σταυρώνεται, να ανασταίνεται, να αναλαμβάνεται στους ουρανούς, να στέλνει τον Παράκλητο αλλά και πάλι να έρχεται μετά δόξης. Επιβεβαιώνονται έτσι τα λόγια του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου ότι στον ορθόδοξο ναό υπάρχουν όλα τα πανάγια προσκυνήματα της Αγίας Γής και ότι ο ναός είναι επίγειος ουρανός.
Το Άγιον Όρος εδώ και δώδεκα αιώνες τρέφεται μυστικά με το ουράνιο μάννα της θείας λατρείας, υπενθυμίζοντας σιωπηλά σε όλους τους Χριστιανούς που βρίσκεται η πηγή της εν Χριστώ ζωής.
Έχει γραφεί ότι η αγιορείτικη μελωδία και υμνωδία «είναι σαν μοσχοβολιά, και σαν πνοή αύρας λεπτής, που τα μυρώνει όλα γύρω της. Αυτή η αλλιώτικη πνοή είναι το ορθόδοξο λατρευτικό ήθος, που ξεχύνεται μέσ’ από την απαράμιλλη σε κάλλος και ανυπέρβλητη σε ύψος νοημάτων ελληνική λατρευτική ποίηση, την ορθόδοξη υμνολογία, με την αγιολογία της και τη θεολογία της. Η ζωντανή και αδιάκοπη παράδοση και η διαρκής και συνεχής ενασχόληση των μοναχών στα μοναστήρια με την ψαλτική και την υμνολογία είναι φροντίδα για θεοσέβεια, είναι ευπρέπεια και ετοιμασία για να μπορούμε να μιλάμε στον Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα» (Γ. Στάθης).
Η χορεία των Αγιορειτών πατέρων που ασχολήθηκαν με την Υμνογραφία, είναι πλούσια και αξιόλογη. Όλοι τους, ως θεοκίνητα όργανα και ψαλτήρια δεκάχορδα και μουσικοί τέττιγες κελάηδησαν στο Περιβόλι της Παναγίας τους θείους τους ύμνους προς τον Θεό, μεταρσιώνοντας τις ψυχές των πιστών προς τον θείο έρωτα.
Τους περισσότερους από τους Αγιορείτες υμνογράφους, κατά το μέτρο του χαρίσματος που δόθηκε στον καθένα άπ’ αυτούς, διακρίνει ο πλούτος και η πυκνότητα των νοημάτων, το εύρυθμον των ύμνων, η εκφραστικότητα και η ευχέρεια κατά την ποίηση, η κομψότητα του ποιητικού λόγου, η ευρηματικότητα των ιδεών και η εν συντομία περιεκτικότητα καθώς και η μεταφορά του ασκητικού πνεύματος, του μοναχικού ήθους, του γλαφυρού ύφους και της θεολογικής σκέψης του Αγίου Όρους.
Όπως είναι φυσικό, οι Αγιορείτες υμνογράφοι δημιούργησαν τις συνθέσεις τους στο πλαίσιο του Αγιορείτικου λεγομένου Τυπικού της εκκλησιαστικής Ακολουθίας. Πρόκειται για ένα Τυπικό στο οποίο ανακαλύπτουμε τόσο το Τυπικό της Λαύρας του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων (Σαββαϊτικό Τυπικό) και της μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως (Στουδιτικό Τυπικό), όσο και τα ιδιαίτερα τυπικά στοιχεία, τα οποία παρέδωσαν οι άγιοι κτήτορες των ιερών αθωνικών μονών, αλλά και τις λειτουργικές ανάγκες των πατέρων. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε αγιορείτικο μοναστικό καθίδρυμα φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στην τέλεση των Ακολουθιών σε σχέση με τα λοιπά καθιδρύματα, χωρίς βέβαια να ξεφεύγει από τον κεντρικό κοινό τύπο και κανόνα.

Πηγή: Περιοδική έκδοση του ομίλου φίλων του Αγίου Όρους «Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης», «Αθωνίτης», έτος 25ο, τ. 94, σελ. 9-10, Α΄ τρίμηνο 2016.

ΠΗΓΗ: www.pemptousia.gr

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΜΝΑΓΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΤΟΚΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ



Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+ 1869) καί τό ὑμναγιολογικό του ἔργο γιά τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες.

 Συμβολή στή μελέτη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 19ο αἰώνα


Ὑπό ἔκδοση διδακτορική διατριβή τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου πού κατατέθηκε στό Θεολογικό Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὑποστηρίχθηκε στίς 7 Νοεμβρίου 2012 καί ἐγκρίθηκε μέ ἄριστα ἀπό τήν ἑπταμελῆ ἐξεταστική ἐπιτροπή πού ἀποτελεῖτο ἀπό τούς καθηγητές: Π. Σκαλτσῆ (σύμβουλο), Σ. Πασχαλίδη, Π. Ὑφαντῆ, π. Βασίλειο Καλλιακμάνη,  π. Νικόδημο Σκρέττα, Δ. Κούκουρα καί Δ. Βαλαῆ. Ἡ ἀναγόρευση τοῦ π. Παταπίου σέ διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔγινε στίς 21 Δεκεμβρίου 2012. Ὁ π. Πατάπιος ἀφιέρωσε τό πανεπιστημιακό του αὐτό ἀξίωμα στόν Ἁγιορειτικό Μοναχισμό.


   Μέ τήν ὑπό ἔκδοση διδακτορική αὐτή διατριβή παρουσιάζεται μία σημαντική ἐκκλησιαστική προσωπικότητα τοῦ 19ου αἰώνα, τοῦ Ἁγιορείτου μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου. Ἀντικείμενο τῆς μελέτης ὑπῆρξε ἐπίσης ἡ παρουσίαση καί ἀνάλυση τοῦ κωδικογραφικοῦ καί συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἰακώβου, μέ ἔμφαση τό ὑμναγιολογικό του ἔργο γιά τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες.
       Ὁ μοναχός Ἰάκωβος γεννήθηκε στά Κύθηρα, πιθανότατα τήν τελευταία δεκαετία τοῦ 18ου αἰ., ἐνῶ τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχός στή μονή Ἐσφιγμένου, ἀλλά ἀσκήθηκε καί σέ ἄλλα ἀθωνικά καθιδρύματα, ὅπως ἡ μονή Ἁγίου Παύλου, ἡ Νέα Σκήτη καί ἡ βατοπαιδινή σκήτη Ἁγίου Δημητρίου. Ἐκοιμήθη, σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις, τό 1869. Στήν πλούσια κωδικογραφική καί συγγραφική δράση του, πού τοποθετεῖται τήν περίοδο 1824-1868, περιλαμβάνονται ἁγιολογικά, ὑμνογραφικά, μεταφραστικά, θεολογικά, ἱστορικά καί λειτουργικά ἔργα.
       Ποικίλοι εἶναι οἱ λόγοι πού ὤθησαν τόν συγγραφέα νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν μοναχό Ἰάκωβο καί τό ἔργο του: α) ἡ διαπίστωση ὅτι παρ᾿ ὅλο ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἔλαβε ξεχωριστή θέση μεταξύ τῶν λογίων τῆς ἐποχῆς του πολύ ἐνωρίς, οἱ πληροφορίες γιά τό βίο καί τό ἔργο του παρέμεναν ἀρκετά συγκεχυμένες. Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου καί ἰδιαίτερα τό ὑμναγιολογικό ἔργο του δέν εἶχε μελετηθεῖ μέ συστηματικό τρόπο παρά μόνο ἀποσπασματικά καί ἐπιφανειακά. Δέν εἶχε ἐπίσης καταγραφεῖ συστηματικά ἡ κωδικογραφική του δραστηριότητα, ἡ γλώσσα, οἱ πηγές του καθώς καί οἱ ἐπιδράσεις πού τό ἔργο αὐτό εἶχε λάβει ἀπό προγενεστέρους συγγραφεῖς. Ἄλλωστε, ἡ σύνταξη μιᾶς ὁλοκληρωμένης μελέτης περί τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου καί τοῦ ἔργου του ἀλλά καί ἡ ἔκδοση τοῦ συνόλου τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέμενε μέχρι τώρα ἐπίμονο αἴτημα διαφόρων μελετητῶν καί ἐρευνητῶν β) ἡ ἐπιθυμία του νά φωτίσει περισσότερο τήν ἀμφιλεγόμενη, πλήν ὅμως ἑλκυστική προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ Ἁγιορείτου μοναχοῦ, γιά τόν ὁποῖο οἱ περισσότερες ἀναφορές ἑστιάζονταν γύρω ἀπό ἕνα κυρίως θέμα, πού εἶναι καί τό μελανό σημεῖο τῆς προσωπικότητάς του: τήν παραποίηση πατριαρχικῶν καί συνοδικῶν ἐγγράφων πού ἀφοροῦσαν τό θέμα τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου. Καί ἡ ἐπιθυμία του αὐτή ἐνδυναμώθηκε ἀπό τήν μελέτη καί τή συχνή ἐπαφή πού εἶχα μέ ὁρισμένα ἀπό τά σημαντικότερα χειρόγραφά του, στό πλαίσιο τῆς πολυετοῦς διακονίας μου στή βιβλιοθήκη τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων γ) τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν ἁγιορειτική πνευματική κίνηση καί τόν ἀθωνικό μοναχισμό κατά τήν ὕστερη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.
     Ἡ διατριβή αὐτή ἔρχεται νά συμπληρώσει ἕνα σκέλος τῆς προηγηθείσας ἐπιστημονικῆς ἔρευνας σχετικά μέ τήν ἁγιολογική καί ὑμνογραφική παραγωγή τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου καί γενικότερα τήν ἁγιορειτική ὑμναγιολογική παραγωγή.
Κατά τήν ἐκπόνηση τῆς διατριβῆς, πολλές καί ποικίλες ἦταν οἱ δυσκολίες πού εἶχε ὁ συγγραφέας νά ἀντιμετωπίσει, κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ μελέτη -ἐλλείψει ἀρχειακῶν τεκμηρίων- βασίστηκε τελικά σέ νέα καί ἄγνωστα στήν ἔρευνα στοιχεῖα καί πληροφορίες σχετικά μέ τόν συγγραφέα καί τό ἐξεταζόμενο ἔργο του. Τό νέο ὑλικό πού ἀξιοποιήθηκε προέρχεται ἀπό τήν ἐπίμονη καί συστηματική ἔρευνα καί σχολαστική μελέτη τῶν πολυάριθμων χειρογράφων κωδίκων, πού περιέχουν τά ἔργα τοῦ Ἰακώβου (πάνω ἀπό 200), μεγάλο μέρος τῶν ὁποίων εἶναι ἀκαταλογογράφητο. Αὐτό σημαίνει ὅτι μεγάλο μέρος τοῦ ὑλικοῦ προῆλθε ἀπό πολυετῆ ἐπιτόπια προσωπική ἔρευνα καί αὐτοψία τῶν κωδίκων τοῦ Ἰακώβου, στίς ἀθωνικές καί ἄλλες βιβλιοθῆκες ὅπου αὐτοί φυλάσσονται, κάτι πολύ κοπιαστικό καί χρονοβόρο.  
   Ὡς πρός τή δομή τῆς μελέτης, στήν ΕΙΣΑΓΩΓΗ ἐπιχειρεῖται μία περιγραφή τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἰακώβου (1800-1870) μέσα ἀπό τήν σκιαγράφηση τῆς πολιτικῆς, κοινωνικῆς, πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς καταστάσεώς του. Εἰδικότερα, ἐξετάζεται τό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν προεπαναστατική περίοδο, κατά τή διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς  Ἐπαναστάσεως καί κατά τήν μετεπαναστατική περίοδο, πού ἀκολούθησε τήν ἀποχώρηση τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ ἀπό τόν Ἄθωνα (1830). Γίνεται ἐπίσης μνεία στίς ἁγιορειτικές προσωπικότητες πού διακρίθηκαν στήν καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, κατά τήν περίοδο αὐτή.
  Τό κύριο μέρος τῆς μελέτης, κατατάσσεται σέ τρία Κεφάλαια.
   Στό ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ἀναφέρεται στό μοναχό Ἰάκωβο Νεασκητιώτη καί τό ἔργο του.   Στό ὑποκεφάλαιο 1.1. παρατίθενται οἱ ἀναφορές ἄλλων συγγραφέων-ἐρευνητῶν στόν Ἰάκωβο καί γενικότερα, στήν προηγηθεῖσα περί αὐτοῦ ἔρευνα καθώς καί ὅλες οἱ βιογραφικές εἰδήσεις πού ἀφοροῦν τό πρόσωπό του. Παρουσιάζονται οἱ πληροφορίες ἀπό τίς πηγές καί ἐπιχειρεῖται ἡ σκιαγράφηση τοῦ πορτρέτου τοῦ Ἰακώβου ὑπό τό φῶς τῶν νέων βιογραφικῶν στοιχείων, πού ἔφερε στό φῶς ἡ ἔρευνά μας. Σημαντικά εἶναι τά στοιχεῖα πού προκύπτουν μέσα ἀπό τίς σχέσεις τοῦ Ἰακώβου μέ σημαντικές ἀθωνικές προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς. Καί ἀπό τήν ἄποψη ἡ ἐργασία αὐτή συμβάλλει στή μελέτη τῆς ἀθωνικῆς προσωπογραφίας.
Στό ὑποκεφάλαιο 1.2. ἐξετάζονται τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς κωδικογραφικῆς δραστηριότητας τοῦ Ἰακώβου. Παρατίθενται ἐπίσης κατάλογοι τῶν αὐτογράφων κωδίκων τοῦ Ἰακώβου, τῶν κωδίκων ἄλλων γραφέων πού ἀντιγράφουν ἔργα του, κατά βιβλιοθήκη ὅπου αὐτά βρίσκονται, καθώς καί τῶν χρονολογημένων κωδίκων τοῦ Ἰακώβου κατά τό ἔτος γραφῆς. Παλαιότερα, στήν ἔρευνα ἦταν γνωστός περιορισμένος ἀριθμός χειρογράφων πού παραδίδουν τά ἔργα του κι αὐτός δέν ξεπερνοῦσε τά 80. Σήμερα, τά ἐπισημανθέντα μέσα ἀπό τήν ἔρευνα τοῦ μοναχοῦ Παταπίου χειρόγραφα, πού προέρχονται ἀπό τήν γραφίδα τοῦ Ἰακώβου ἤ ἀποτελοῦν ἀντίγραφά τους, φθάνουν τά 215. 
Ὁ Ἰάκωβος ὡς συγγραφέας εἶχε εὐρύ πεδίο συγγραφῆς, ἀπό τήν ὑμνογραφία καί τή μετάφραση σέ ἁπλούστερη γλώσσα ἁγιολογικῶν, πατερικῶν καί ἀσκητικῶν κειμένων ὥς τήν ἁγιορειτική ἱστορία καί τά θεολογικά καί ἀντιρρητικά του κείμενα. Στό ὑποκεφάλαιο 1.3. ἐπιχειρεῖται μιά πρώτη καταγραφή τοῦ μέχρι σήμερα γνωστοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἰακώβου. Ἡ πλειονότητα τῶν καταγραφομένων ἔργων παρουσιάζεται γιά πρώτη φορά. Καταγράφηκαν 42 ἁγιολογικά, 91 ὑμνογραφικά, 38 μεταφραστικά καί περί τά 42 ἀντιρρητικά ἔργα
 Στά ἁγιολογικά καί ὑμνογραφικά ἔργα τοῦ Ἰακώβου, ἐξετάζονται τά χαρακτηριστικά τῆς ὑμνογραφικῆς καί συναξαριακῆς τέχνης του, ἐνῶ διερευνᾶται ἡ πρωτοτυπία τους ἤ ὁ «δανεισμός» ἀπό προγενέστερα ἔργα.
          Μί­α ἀ­πό τίς προ­σφι­λέ­στε­ρες συγ­γρα­φι­κές ἐ­να­σχο­λή­σεις τοῦ μο­να­χοῦ Ἰ­α­κώ­βου Νεασκητιώτου ἦ­ταν καί οἱ με­τα­φρά­σεις ἤ κα­λύ­τε­ρα πα­ρα­φρά­σεις στήν ἁ­πλού­στε­ρη γλῶσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς του τό­σο Βί­ων ἁ­γί­ων καί Ἐγ­κω­μι­α­στι­κῶν Λό­γων πρός τι­μήν δε­σπο­τι­κῶν καί θε­ο­μη­το­ρι­κῶν ἑ­ορ­τῶν ἤ ἑ­ορ­τῶν ἁ­γί­ων ὅσο καί πατερικῶν ἤ ἀσκητικῶν κειμένων. Διερευνήθηκε ἡ πιθανή γλωσσομάθειά του.
Τά θεολογικά καί ἀντιρρητικά θέματα, ἰδίως ἐκεῖνα πού ἀντιμετωπίζουν τά ρωμαιοκαθολικά δόγματα ἀποτελοῦν ἐπίσης ἐντρυφές πεδίο συγγραφικῆς δράσης τοῦ Ἰακώβου. Ἐκτενής ἀναφορά γίνεται στήν ἀντιπαράθεση τοῦ Ἰακώβου πρός τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, πού συγκλόνισε τόν Ἄθωνα τό β’ μισό τοῦ 18ου αἰ. Παρουσιάζει ὡς χρέος του τήν ἔντονη ἀντιπαράθεση μέ τίς θέσεις τῶν ἱερῶν Κολλυβάδων, καθώς καί τήν παρουσίαση τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς ἀντίπαλης πλευρᾶς. Μέσα στή συνάφεια αὐτή γίνεται ἀναφορά στήν κριτική τοῦ Ἰακώβου στό ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Στήν ἑνότητα μέ τά ἱστορικά ἔργα, γίνεται μία πρώτη παρουσίαση τῆς Ἀθωνιάδος, τοῦ σημαντικότερου ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου.
Τέλος, γίνεται μία πρώτη καταγραφή τῶν θεμάτων λειτουργικῆς ἀποχρώσεως καθώς καί τῶν παρεμβάσεων τοῦ Ἰακώβου σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς τάξης. Καταγράψαμε περί τά 25 λειτουργικά ἔργα. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε τά Τυπικά τουλάχιστον δύο ἀθωνικῶν μονῶν, τῆς Ἁγίου Παύλου καί τῆς Γρηγορίου, τά ὁποῖα ὁ Ἰάκωβος ἔχει συντάξει βασιζόμενος, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ, στό Τυπικό τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα τῶν Ἱεροσολύμων, στά παλαιά Τυπικά τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλά στή σύγχρονή του ἁγιορειτική λειτουργική τάξη.
     Καθώς τό συνολικό ἁγιολογικό καί ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου εἶναι πολύ μεγάλο, κρίθηκε σκόπιμο, ἡ ἐξέταση τοῦ ἔργου τοῦ Ἰακώβου νά στηριχθεῖ σέ μέρος μόνο ἀπό τό ἔργο αὐτό. Ἔτσι, στά δύο ἑπόμενα κεφάλαια ἡ μελέτη ἑστιάζεται στό ὑμναγιολογικό ἔργο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου γιά τήν προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεοτόκο, καί τούς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες.
            Τό ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ἀναφέρεται στό ὑμναγιολογικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου γιά τήν Θεοτόκο.
      Ἐξετάζεται καί ἀναλύεται τό ἁγιολογικό καί ὑμνογραφικό ἔργο, πού ἔχει συντάξει ὁ μοναχός Ἰάκωβος γιά τίς ἑξῆς θεομητορικές ἑορτές ἤ θαυματουργές εἰκόνες τῆς Θεοτόκου πού βρίσκονται στό Ἅγιον Ὄρος: 1) Ἁγία Σκέπη 2) Εὐχαριστήρια πρός τή Θεοτόκο γιά τήν ἀπαλλαγή τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τήν κατοχή του ὑπό τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ 3) Εἰκόνα τοῦ Ἄξιον Ἐστίν 4) Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου 5) Εἰκόνα τῆς Γλυκοφιλούσης τῆς μονῆς Φιλοθέου 6) Εἰκόνα τῆς Προδρομιτίσσης τῆς λαυριωτικῆς σκήτης Τιμίου Προδρόμου 7) Περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα.
Γιά τήν παρουσίαση τοῦ ἔργου ἐπιλέχθηκε ἡ κατάταξη τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν κατά τό εἶδος τῆς συγγραφῆς, ἁγιολογικό ἤ ὑμνογραφικό. Ἔτσι, τό κεφάλαιο ἀποτελεῖται ἀπό δύο ὑποκεφάλαια, ὅπου στό μέν ἕνα παρουσιάζονται τά σχετικά μέ τήν Θεοτόκο ἁγιολογικά καί συναξαριακά κείμενα, ὅπως Ἐγκωμιαστικοί Λόγοι, Ὑπομνήματα γιά θαυματουργές εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καί Διηγήσεις θεομητορικῶν θαυμάτων ἐνῶ στό ἄλλο, τά σχετικά μέ τήν Θεοτόκο ὑμνογραφικά κείμενα ὅπως Ἀκολουθίες, ἀναπληρώματα Ἀκολουθιῶν καί Παρακλητικοί κανόνες.
Τό ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ἀναφέρεται στό ὑμναγιολογικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου πού συνέταξε γιά τούς Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες.
 Ἐξετάζεται καί ἀναλύεται τό ἁγιολογικό καί ὑμνογραφικό ἔργο πού ἔχει συντάξει ὁ μοναχός Ἰάκωβος γιά τούς ἑξῆς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες: 1) Εἰκοσιέξι Ζωγραφῖτες ὁσιομάρτυρες 2) Βατοπαιδινοί ὁσιομάρτυρες 3) Ἀγαθάγγελος Ἐσφιγμενίτης 4) Ἰάκωβος Ἰβηροσκητιώτης καί οἱ δύο μαθητές του Ἰάκωβος καί Διονύσιος 5) Ἁγιαννανῖτες ὁσιομάρτυρες, Μακάριος,  Νικόδημος, Λουκᾶς, Ἱλαρίων, Νικήτας, Δαβίδ καί Νεκτάριος 6) Ἰβηροσκητιώτες ὁσιομάρτυρες Εὐθύμιος, Ἰγνάτιος, Ἀκάκιος καί Ὀνούφριος   7) Δαμιανός ὁσιομάρτυς καί ἱερομάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, οἱ Φιλοθεΐτες  8) Γεράσιμος ὁσιομάρτυς τῆς σκήτης Κουτλουμουσίου 9) Κυπριανός ἱερομάρτυς Κουτλουμουσιανός.
Καί αὐτό τό κεφάλαιο ἀποτελεῖται ἀπό τά ἑξῆς δύο ὑποκεφάλαια, ὅπου ἐξετάζονται ἐπιμέρους τά ἁγιολογικά καί ὑμνογραφικά κείμενα.
Ἡ μέθοδος πού χρησιμοποιήθηκε στήν ἀνάλυση τῶν ἐπιμέρους ἑνοτήτων καί στά δύο κεφάλαια εἶναι ὅμοιος:
      Στήν ἀρχή κάθε ἑνότητας γίνεται ἁπλή ἀναφορά στίς συγγραφικές ἀφορμές μέ βάση τίς ὁποῖες ὁ Ἰάκωβος ἀσχολήθηκε μέ τήν ἐξεταζόμενη θεομητορική ἑορτή. Στή συνέχεια, καί ὅπου αὐτό καθίσταται ἀναγκαῖο -ὅπως συμβαίνει, γιά παράδειγμα, μέ τήν ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης- γίνεται μία περιήγηση στό ἱστορικό πλαίσιο στό ὁποῖο διαμορφώθηκε ἡ καθιέρωση τῆς Ἑορτῆς. Ἀμέσως μετά, στά εἰσαγωγικά στή Διήγηση ἤ στόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο, γίνεται μία καταγραφή τῆς προγενέστερης ἁγιολογικῆς γραμματείας περί τῆς Ἑορτῆς. Ἀκολουθοῦν οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἀποδίδεται τό ἐξεταζόμενο ἔργο στόν Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, ἰδιαίτερα σ᾿ ἐκεῖνες τίς περιπτώσεις ὅπου αὐτό δέν δηλώνεται ἀπό τόν ἴδιο μέσα ἀπό τά κωδικογραφικά σημειώματα τῶν κωδίκων πού παραδίδουν τό ἔργο ἤ δέν καθίσταται σαφές ἀπό ἔμμεσες γραπτές μαρτυρίες. Μετά τήν διερεύνηση τῆς ταυτότητας τοῦ συντάκτου γίνεται ἀναλυτική παρουσίαση τοῦ ἔργου. Ἐδῶ διερευνοῦνται τά ὅποια νέα στοιχεῖα προκύπτουν γιά τήν τέλεση τῆς ἐξεταζόμενης Ἑορτῆς ἐνῶ σταθμίζεται ἡ συμβολή τοῦ Ἰακώβου στή σχετική περί τήν Ἑορτή γραμματεία. Στή συνέχεια ἐπισημαίνονται οἱ πηγές, κυρίως οἱ ἔντυπες, τίς ὁποῖες ἀξιοποίησε ὁ συγγραφέας μας γιά τή σύνταξη τοῦ ἐξεταζόμενου ἔργου. Στήν παρουσίαση τῆς χειρόγραφης παράδοσης  τοῦ ἔργου παρατίθεται κατάλογος ὅσων χειρογράφων -αὐτογράφων τοῦ Ἰακώβου ἤ ἀντιγράφων τους- ἐντόπισε ὁ συγγραφέας. Ἡ ἑνότητα, τέλος, καταλήγει μέ τήν παράθεση τῶν τυχόν ἐκδόσεων τοῦ ἔργου.
      Ἡ μελέτη ὑποστηρίζεται ἀπό τή χρησιμοποιηθεῖσα σ᾿ αὐτήν Βιβλιογραφία καί ὁλοκληρώνεται μέ τά γενικά Συμπεράσματα καί τό Ἐπίμετρο ὅπου παρατίθενται κείμενα ἀπό τό ἀνέκδοτο ὑμναγιολογικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου πρός τιμήν τῶν Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων, τά ὁποῖα μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἀντιπροσωπευτικά τοῦ ἐξεταζόμενου ἔργου του.
     Ἡ διδακτορική αὐτή διατριβή τοῦ μοναχοῦ Παταπίου ἔχει ἀρκετά Στοιχεῖα Πρωτοτυπίας, ὅπως:                               
1. Ἐμπλουτίζονται σέ μεγάλο βαθμό οἱ γνώσεις μας γιά τή ζωή καί τή δράση τοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ Ἰακώβου καί ἐπιχειρεῖται μία πρώτη βιογράφησή του. Ἀναφαίνονται ἄγνωστα μέχρι σήμερα σημεῖα σχετικά μέ τή δράση του, τό ἔργο του καί τή στάση του ἀπέναντι στά τεκμαινόμενα τῆς ἐποχῆς του. Συμπληρώνονται κενά, κυρίως στή χρονολόγηση ὁρισμένων σημαντικῶν στιγμῶν τοῦ βίου του ἐνῶ ἐπισημαίνονται οἱ ὅποιες ἀσάφειες καί παρερμηνεῖες ἀπό τήν προηγηθεῖσα ἔρευνα
2. Ἡ καταγραφή τῆς κωδικογραφικῆς του δράσης -τίς περισσότερες φορές μέ ἐπιτόπια αὐτοψία στίς ἀθωνικές βιβλιοθῆκες- ἀποκάλυψε τόν Ἰάκωβο ὡς τόν παραγωγικότερο Ἁγιορείτη γραφέα πιθανώτατα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀφοῦ ἀπό τή γραφίδα του ἐξῆλθαν κατά τήν περίοδο 1824-1868 τουλάχιστον 215 χειρόγραφα, ἡ πλειονότητα τῶν ὁποῖων ἄγνωστα καί ἀκαταλογογράφητα. Σέ δεκάδες ἐπίσης ὑπολογίζονται τά ἀντίγραφα τῶν ἔργων του ἀπό ἄλλους κωδικογράφους
3. Γίνεται μία πρώτη καταγραφή τοῦ συνολικοῦ συγγραφικοῦ (ἁγιολογικοῦ, ὑμνογραφικοῦ, ἱστορικοῦ, μεταφραστικοῦ, θεολογικοῦ καί λειτουργικοῦ) του ἔργου, ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι πρόκειται γιά τόν πολυγραφέστερο Ἁγιορείτη μοναχό κατά τόν 19ο αἰώνα. Ἐντοπίστηκαν νέα ἔργα, ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα τά περισσότερα
4. Παρουσιάζονται καί ἀναλύονται ὅλα τά εὑρισκομένα ὑμναγιολογικά  του ἔργα, πού γράφηκαν γιά τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες. Διαπιστώνεται ὅτι ὁρισμένα ἀπό αὐτά ἀποτελοῦν συμπληρωματική πηγή ἄντλησης πληροφοριῶν: α) γιά τούς βιογραφούμενους, ἐγκωμιαζόμενους ἤ ὑμνολογούμενους Ἁγίους καθώς καί τήν τιμή τῆς Θεοτόκου καί τόν ἑορτασμό τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν καθώς καί τῶν θαυματουργῶν ἤ ἐφέστιων θεομητορικῶν εἰκόνων β) γιά τά ἱστορικά γεγονότα κατά τήν περίοδο τῆς ζωῆς καί τῆς δράσης τοῦ Ἰακώβου (1800-1870)
5. Ἡ μελέτη συμβάλλει: α) στήν ἐπανεκτίμηση τῆς προσφορᾶς τοῦ λογίου Ἁγιορείτου μοναχοῦ στό χῶρο τοῦ νεότερου πνευματικοῦ μας βίου β) στή στροφή τοῦ βλέμματος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στό ἄγνωστο, στό μεγαλύτερο μέρος του, συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου, καθώς ἀπ᾿ αὐτό ἀντλοῦνται πολύτιμες πληροφορίες, πού ἀφοροῦν σέ ἱερά πρόσωπα, πού συνδέονται ἄμεσα μέ τό Ἅγιον Ὄρος, στόν ἁγιορειτικό μοναστικό βίο τῶν χρόνων τῆς μετεπαναστατικῆς ἀθωνικῆς περιόδου καί στή λειτουργική ζωή τῶν ἐνασκουμένων σ᾿αὐτό γ) στή μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς μεταβυζαντινῆς ἁγιολογικῆς, ὑμνογραφικῆς καί λειτουργικῆς γραμματείας δ) στή συμπλήρωση τῆς προηγηθείσας ἔρευνας σχετικά μέ τήν ἁγιορειτική ὑμναγιολογική παραγωγή  ε) στή μελέτη τοῦ  ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 19ο αἰώνα καί τῆς νεότερης πνευματικῆς πορείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί, κατ᾿ ἐπέκταση, τοῦ Γένους μας καθώς καί στήν ἐνδυνάμωση καί ἐμβάθυνση τοῦ λειτουργικοῦ μας βιώματος.