Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΜΕΤΑΠΑΣΧΑΛΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ-ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ

Μεταπασχάλια ἐπίσκεψη – προσκύνημα τοῦ καθηγουμένου τῆς μονῆς Χιλανδαρίου, ἀρχιμανδρίτου Μεθοδίου μέ συνοδεία Χιλανδαρινῶν πατέρων στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου. Τρίτη Δικαινησίμου 2011.




















Καθηγούμ. μονῆς Χιλανδαρίου, ἀρχιμανδρίτης Μεθόδιος


Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

7 ΜΑΙΟΥ. ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΥ




Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος ὁ Ρώσος ὁ Καυσοκαλυβίτης
(† 7 Μαΐου 1730)


ὁσιομάρτυς Παχώμιος, πού στάθηκε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς τρεῖς ὑποτακτικούς τοῦ Καυσοκαλυβίτη ἀλείπτη νεομαρτύρων ὁσίου Ἀκακίου, γεννήθηκε γύρω στά 1670 στήν κάτω Ρωσία ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς πού κατά τή βάπτισή του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Προκόπιος. Σέ ἡλικία 15 περίπου ἐτῶν αἰχμαλωτίστηκε ἀπό Τατάρους ἐπιδρομεῖς, κατά τή διάρκεια τοῦ Μεγάλου Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἐπί τσάρου Πέτρου τοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου (1672-1725) καί πουλήθηκε σέ Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τόν μετέφερε στήν πατρίδα του, τό Οὐσάκι τῆς περιοχῆς τῆς Φιλαδελφείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ τό ἀφεντικό του τοῦ ἔμαθε τήν τέχνη τῆς βυρσοδεψίας, ἐνῶ παράλληλα, χρησιμοποιώντας βασανιστήρια καί παντοειδεῖς στερήσεις, τόν πίεζε νά ἀλλαξοπιστήσει. Εἰκοσιεπτά χρόνια αἰχμαλωσίας ὑπέμεινε ὁ Προκόπιος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σταθερός καί ἀκλόνητος στήν εὐσέβεια, ὥσπου στό τέλος ὁ ἀφέντης του βλέποντας καί θαυμάζοντας τήν πίστη του, τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως, λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀσθένησε. Τότε, ἐκμεταλευόμενοι τό γεγονός αὐτό γνωστοί του Τούρκοι πού τόν ἐπισκέφθηκαν, διέδοσαν ψευδῶς ὅτι ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί θέλησε νά γίνει Τοῦρκος καί γι’ αὐτό τοῦ φόρεσαν τούρκικα φορέματα. Μόλις ὅμως ὁ Προκόπιος συνῆλθε ἀπό τήν ἀσθένειά του, ἔβγαλε τά ροῦχα αὐτά καί ἀνεχώρησε γιά τή χώρα τῆς μετανοίας, τό Ἅγιον Ὄρος, γύρω στά 1712.
Στή Νέα Σκήτη τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε, ὑποτάχθηκε στόν πνευματικό Ἰωσήφ, πού ἀσκεῖτο σέ ἡσυχαστήριο, στοῦ ὁποίου τήν τοποθεσία, ἀργότερα, τό 1802, ἱδρύθηκε ἡ Καλύβη Ζωοδόχου Πηγῆς ἀπό τόν μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Θεοφάνη (+ 1805). Ὁ πνευματικός Ἰωσήφ τόν ἔκειρε σύντομα μοναχό δίνοντάς του τό ὄνομα Παχώμιος. Μετά ἀπό 12 χρόνια ἀσκήσεως ἀναχωρεῖ ἀπό τή Νέα Σκήτη γιά τά Καυσοκαλύβια, γύρω στά 1724, ὅπου ὑποτάχθηκε ἐπί 6 χρόνια στόν ἅγιο ἱδρυτή τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
Στά Καυσοκαλύβια, μέ τίς εὐχές καί νουθεσίες τοῦ Ὁσίου καί μέ τόν ἀπερίγραπτο –σύμφωνα μέ τό Βίο του- πνευματικό ἀγῶνα, ἔγινε τύπος καί παράδειγμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀγωνιώντας ὅμως μήπως κατά τόν καιρό τῆς ἀσθενείας του στό Οὐσάκι εἶχε πράγματι βγεῖ ἀπό τό στόμα του ἄθελά του ἐκεῖνος ὁ λόγος τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός θά εἶχε εἰπωθεῖ ἀσυναίσθητα καί χωρίς τόν ἔλεγχο τῆς βουλήσεώς του, ἄρχισε νά ἐπιθυμεῖ σφόδρα τό μαρτύριο.
Φανερώνοντας ὅμως τούς λογισμούς του αὐτούς ὡς καλός ὑποτακτικός στό Γέροντά του, ἄκουσε ἀπό τόν Ὅσιο πολλούς ὀνειδισμούς καί δέχτηκε αὐστηρές ἐπιπλήξεις, θέλοντας μέ τόν τρόπο αὐτό νά φανερωθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι ἀπό τήν μεγάλη πνευματική του πείρα ὅ ὅσιο Ἀκάκιος γνώριζε, ὅτι τέτοιοι λογισμοί πολλές φορές εἶναι καρπός διάμοιας ὑπερήφανης καί ὄχι ἔκχύλισμα θείου ἔρωτα.
Ἀλλ’ ἐπειδή οἱ παραπάνω λογισμοί παρέμεναν στήν καρδιά του Παχωμίου αὐξανόμενοι μέρα μέ τή μέρα καί μετά ἀπό τή διαπίστωση τόσο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὅσο καί ἄλλων πνευματικῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅτι ὁ πόθος τοῦ Παχωμίου γιά τό μαρτύριο ἦταν κατά Θεόν, ἀποφασίστηκε ἡ ἀναχώρησή του γιά τόν τόπο τῆς ὁμολογίας του. Συνοδίτης στή μαρτυρική του πορεία ἦταν ὁ πρῶτος του Γέροντας ἱερομόναχος Ἰωσήφ Νεοσκητιώτης. Ὅταν ἔφθασαν μέσω Σμύρνης στό Οὐσάκι, ὁ μέν πνευματικός κατέλυσε σ’ ἕνα κοινό πανδοχεῖο, ὁ δέ Παχώμιος, ἀφοῦ πρῶτα ἐπισκέφθηκε τήν οἰκία τοῦ πρώην ἀφέντη του, κατέληξε στό παζάρι ὅπου καί τόν ἀναγνώρισαν γνωστοί του Ἀγαρηνοί. Αὐτοί, φοβούμενοι μήπως ἦρθε γιά νά ξαναβρεῖ τήν περιουσία του, τόν ἄρπαξαν καί τόν ἔσυραν στό δικαστήριο τοῦ τόπου, δέρνοντας καί ὑβρίζοντάς τον καθ’ ὁδόν. Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι ἀπό Μουσουλμάνος ξανάγινε Χριστιανός, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀπ’ ἐκεῖ, ὁ δρόμος γιά τό πολυπόθητο μαρτύριο ἦταν ἤδη ἀνοικτός. Οἱ παρόντες στό δικαστήριο συκοφάντες, ἀφοῦ ἔδεσαν σάν κακοῦργο τόν Παχώμιο, ἄρχισαν νά τόν σέρνουν πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης, ἔξω ἀπό τήν πόλη, ἐκεῖ ὅπου ἔσφαζαν τά πρόβατα, κάτω ἀπό ἕνα γεφύρι καί δίπλα σέ μία βρύση, σύμφωνα μέ τό Βίο. Τή μαρτυρική πομπή συνόδευαν Τοῦρκοι καί Ἑβραῖοι ἀπό τούς ὁποίους, ἄλλοι μέν τόν ἔβριζαν καί τόν ἐνέπαιζαν, ἄλλοι τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ἄλλοι ἐνέπτυαν στό πρόσωπό του καί τόν ἐκολάφιζαν. Ἀρκετοί δέ ἀπό τούς Χριστιανούς, προσευχόμενοι μέσα στήν καρδιά τους, τόν παρότρυναν νά ἐγκαρτερήσει μέχρι τέλους καί νά ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, τόν ὁποῖο ἔλαβε κατά τήν ἑβδόμη τοῦ μηνός Μαΐου, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Ὁ δέ συνοδίτης τοῦ Ὁσιομάρτυρος, ἱερομόναχος Ἰωσήφ, μαθαίνοντας τά γενόμενα, πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, πέρασε ἀπό τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί εἶδε τό τρισόλβιο λείψανο νά κεῖται στή βαμμένη μέ τό αἷμα του γῆ.
Μετά τρεῖς μέρες Χριστιανοί πῆραν τό ἱερό λείψανο καί τό ἐνταφίασαν στήν ἁγιοτόκο μικρασιάτιδα γῆ. Κάποια μάλιστα Χριστιανή πού βασανιζόταν ἀπό ἡμικρανία, ἀφοῦ ἐπικαλέστηκε τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Παχωμίου καί ἔχρισε μέ τό αἷμα του τήν κεφαλή της, ἐλευθερώθηκε ἀμέσως καί γιά πάντα ἀπό ἐκεῖνους τούς δυσβάστακτους πόνους. Καί τόσο πολύ εὐλάβεια ἔτρεφε ἀπό τότε στόν Ἅγιο, ὥστε ἔγραψε πρός τούς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού τόν γνώριζαν, ζητώντας νά ἱστορήσουν γιά λογαριασμό της τήν εἰκόνα του. Ὅταν δέ τήν ἔλαβε, μέ λαμπρότητα καί εὐλάβεια τελοῦσε κάθε χρόνο τήν ἑορτή τοῦ Ὁσιομάρτυρος.
Τό Βίο καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Παχωμίου συνέταξαν ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (+ 1765) βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ἀπό τόν ὁποῖο ἄκουσε τά περί τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς ὁ Πάτμιος, «γνώριμος» τοῦ ἁγίου Παχωμίου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στό πρός αὐτόν Ἐγκώμιο ( Λειψία 1765).
Ἐπιτομή τοῦ Βίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ἀρκετά χρόνια ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Παχωμίου, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ἀπό τόν μητροπολίτη Φιλαδελφείας Ἰωσήφ, ἐνῶ ἀργότερα, ἀπό τόν ἴδιο ἱεράρχη πού ἦταν Πάτμιος στήν καταγωγή καί ἀδελφός τῆς μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς ἱερᾶς νήσου, μεταφέρθηκαν στό καθολικό τῆς παραπάνω Μονῆς, ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Δύο Ἀκολουθίες τοῦ ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἡ μία τῆς ἀθλήσεως καί ἡ ἄλλη τῆς ἀνακομιδῆς τμήματος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἀπό τήν Πάτμο στήν μονή Ἁγίου Παύλου στό Ἅγιον Ὄρος, ἔργα τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ἐκδόθηκαν τό 1953. Ἑτέρα Ἀκολουθία, σύνθεση τῶν ὑμνογράφων ἱερομονάχων Σεραφείμ, καί Νικοδήμου Κάππου τῶν Πατμίων, τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (τοῦ ἔτους 1930) καί τοῦ ἱερομονάχου Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδόθηκε τό 2005. Ὁ ἅγιος Παχώμιος συνυμνεῖται ἐπίσης στίς Ἀκολουθίες Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Πατμίων Ἁγίων, Λαυριωτῶν Ὁσίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ὁσίων καθώς καί τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ἔργο τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου, βιογράφου τοῦ Ὁσιομάρτυρος.

Ἀπολυτίκιον.

Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Σεραφείμ ἀρχιμανδρίτου).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, τάς νοητάς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Εἶτα δέ πρός ἄθλησιν ἀνδρικῶς ἀπεδύσω καί τελέσας ἄριστα μαρτυρίου τόν δρόμον, ὑπό Χριστοῦ ἐστέφθης ἀθλητά, Ὁσιομάρτυς Παχώμιε ἔνδοξε.

Βιβλιογραφία
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., ‘‘Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ’’, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 552-553.
Κώδ. Ἁγίου Παντελεήμονος 501, σ. 309. Κώδ. Ἁγίου Παντελεήμονος 669, φ. 80α. ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝ. (ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ), ‘‘Ἐγκώμιον πρός τόν ἅγιον ὁσιομάρτυρα Παχώμιον’’, Εὐαγγελική Σάλπιγξ, Λειψία 1765. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 57. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 139. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ.. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. β΄. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 384. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 86-87. ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 43. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 1, Ἀθῆναι 1950, σ. 496-497. Ἱερές Ἀκολουθίες ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 1953. ΘΗΕ τ. 10, στ. 242-243. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 58. Ἰ. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 428-431. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 87. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἡ σώζουσα ἀγωνία. Ὁ Βίος τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, Ἅγιον Ὄρος 2000. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 167-171, 225-226. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἔκδ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2005. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 90-96.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΙΕΡΑΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ 2011. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ 1


Πανήγυρις Ἱερᾶς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου. Κυριακή τῶν Μυροφόρων. 2011.


Φωτογραφικά Στιγμιότυπα 1.



















Προεξάρχοντος τοῦ καθηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου καί μέ τή συμμετοχή τῶν Καυσοκαλυβιτῶν πατέρων, πατέρων ἀπό ἄλλες ἁγιορείτικες μονές, ἀλλά καί πολλῶν λαϊκῶν προσκυνητῶν, ἑορτάσθηκε πανηγυρικά καί ἐφέτος ἡ μνήμη τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου (+ 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων 1730).

























Μέ τήν εὐκαιρία τῆς Πανηγύρεως τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὁ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ καί ὁ ἅγιος Ἀκάκιος νά εἶναι βοηθός σας.

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Παταπίου μοναχοῦ
Καυσοκαλυβίτου



Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ διαχρονική προσφορά του στόν πολιτισμό








Χριστός Ἀνέστη καί Χρόνια σας πολλά.


Πλούταρχος καί ὁ ἀρχαῖος γεωγράφος Στράβων μᾶς παρέχουν τήν πολύ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ὅτι ὁ ἀρχιτέκτων Δεινοκράτης εἶχε ὑποσχεθεῖ στό Μέγα Ἀλέξανδρο νά μεταμορφώσει τό ὄρος Ἄθως σέ ἄγαλμα τοῦ μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη. Θά κρατοῦσε στό ἕνα του χέρι μία πόλη καί στό ἄλλο ἀγγεῖο σπονδῆς ἀπό τό ὁποῖο θά ἔρρεαν ὕδατα. Οὐσιαστικά τό ἔργο θά θύμιζε προσωποποίηση ποταμοῦ καί θά προοριζόταν νά μείνει στήν αἰωνιότητα. Ὅπως γνωρίζουμε, τό φιλόδοξο αὐτό σχέδιο, πού θά ἀποτελοῦσε τό ὄγδοο θαῦμα τοῦ κόσμου, δέν πραγματοποιήθηκε τελικά.
Τό ὄρος Ἄθως, στήν ἀκροτελεύτια χερσόνησο τῆς εὐλογημένης γῆς τῆς Χαλκιδικῆς, δέν ἔγινε μνημεῖο τοῦ Ἀλεξάνδρου, διότι ἡ θεία πρόνοια φαίνεται ὅτι τό προόριζε νά μεταμορφωθεῖ σέ κλῆρο καί Περιβόλι τῆς Παναγίας.
Γιά νά μιλήσει κανείς γιά τή διαχρονική καί πολυδιάστατη σημασία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τή θεολογική καί ἐκκλησιολογική του ὀντότητα, τήν αἰσθητική καί πνευματική του παράδοση καθώς καί τό ἀνυπέρβλητο φυσικό περιβάλλον, μέ ἄλλα λόγια, γιά νά ἐπιχειρήσει μία προσέγγιση τῆς μοναστικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τρόπο πλήρη καί οὐσιαστικό, θά χρειαζόταν δίχως ὑπερβολή, μία ὁλόκληρη ζωή. Πόσο μᾶλλον ὅταν καλεῖται νά προσεγγίσει, ἔστω καί μία ἀπό τίς παραπάνω πτυχές, ὅπως ἡ πολιτιστική προσφορά, στά στενά χρονικά πλαίσια μιᾶς σύντομης διάλεξης. Μιᾶς διάλεξης, πού μόνο ἀφορμή ἄς σταθεῖ γιά νά μεταφέρουμε στό χῶρο καί τό χρόνο τή μοναδική αἴσθηση καί τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους⋅ νά γνωρίσουμε τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν ὑπερχιλιετή πνευματική καί πολιτιστική παρουσία του στόν Ὀρθόδοξο κόσμο ἀλλά καί πέρα ἀπ᾿ αὐτόν, σ᾿ ὅλη τήν ὑφήλιο.
Δημιούργημα τοῦ βυζαντινοῦ Ἑλλληνισμοῦ σέ περίοδο πνευματικῆς ὡριμότητας, καλλιτεχνικῆς ἀκμῆς καί διεθνοῦς ἀκτινοβολίας, κιβωτός πολιτιστικῶν θησαυρῶν, μεῖζον ὁλοκληρωμένο ζῶν μνημεῖο τοῦ βυζαντινοῦ καί μεταβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ ἁπτή ἀπόδειξη τῆς διαχρονίας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί ὁρατή ἐγκάρσια τομή στήν ἐξέλιξη τοῦ μακροῦ ἱστορικοῦ χρόνου, μέσα ἀπό τήν ὁποῖα φωτίζονται δώδεκα αἰῶνες μεγάλης πνευματικῆς δημιουργίας. Ἀποτελεῖ ἐπίσης ὑπεραιωνόβιο θεσμό, τό σημαντικότερο κέντρο μοναστικῆς ζωῆς, μέ πανορθόδοξο χαρακτῆρα καί παγκόσμια ἐξακτίνωση, ὅπου μέσα στούς αἰῶνες διασταυρώθηκαν πολλαπλᾶ ρεύματα τέχνης καί συναντῶνται εἰρηνικά καί γόνιμα οἱ πολιτισμοί τῶν ὁμοδόξων λαῶν.
Τό Ἅγιον Ὄρος διαδραμάτισε καί κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, συνεχίζει νά διαδραματίζει –παρά τίς κατά καιρούς ἐνδείξεις περί τοῦ ἀντιθέτου- σημαντικό ρόλο στό πνευματικό καί κοινωνικό καί πολιτιστικό γίγνεσθαι, ἰδιαίτερα τῆς πατρίδας μας ἀλλά καί γενικότερα τοῦ κόσμου.
Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι μιά πολιτεία ἀνθρώπινη καί οὐράνια συνάμα, τοπική καί οἰκουμενική, ὅπου συμπλέκεται ἡ ἱστορία μέ τό παρόν, ὁ πολιτισμός μέ τήν ὑπέρβασή του...
Στόν ἱερό αὐτόν τόπο, δέν θά συναντήσει κανείς ἁπλῶς ἱστορικά κείμενα καί γεγονότα, ἀλλά θά βουτήξει ὁλόκληρος μέσα στήν παγκόσμια ἱστορία, καί μάλιστα στόν τρισδιάστατο χρόνο της.
Ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά θά ἱκανοποιηθεῖ ἀπόλυτα καθώς ὁ Ἄθως φυλάσσει στούς κόλπους του ἕνα ἐντυπωσιακό σύνολο κινητῶν καί ἀκίνητων θησαυρῶν, ἔργων πίστης, τεχνικῆς καί καλλιτεχνικῆς καί πνευματικῆς δημιουργίας, ἁρμονικά ἐνταγμένων στό μοναδκό φυσικό περιβάλλον του –στοιχεῖα πού τεκμηριώνουν τή διεθνῆ του σημασία. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ μοναδική πολιτιστική παρακαταθήκη τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Εὐρώπης γενικότερα. Ὅλον αὐτόν τόν καλλιτεχνικό καί ἱστορικό πλοῦτο, τόν δημιούργησε ἐπί τόπου ἡ εὐλάβεια καί ἡ δεξιότητα τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀλλά καί λαϊκῶν καλλιτεχνῶν, ἤ ἀπέθεσε ἡ εὐσέβεια ἀοιδίμων αὐτοκρατόρων, βασιλέων καί ἡγεμόνων, διαπρεπῶν πατριαρχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, φιλόθεων ἡγουμένων, ἀλλά καί ταπεινῶν μοναχῶν καί φιλομόναχων προσκυνητῶν.
Μνημεῖα τέχνης καί πολιτισμοῦ συναντᾶ κανείς παντοῦ στό Ἅγιον Ὄρος, μνημεῖα πού σφύζουν ὅμως ἀπό ζωή καί μέ ζωή. Ὡς ζωντανός ὀργανισμός τό Ἁγιώνυμο Ὄρος ἔχει νά ἐπιδείξει ὑπερχιλιετή συνέχεια βίου, θαυμαστή πολυμέρεια πολιτισμοῦ, ἀδιάκοπη καί ὡς σήμερα ἀκμαία μοναχική καί θεολογική παράδοση καί μαρτυρία.
Τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα ἑνός ὀρθόδοξου πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, πού ἄνθησε γιά χίλια χρόνια καί ἔδωσε θαυμαστά δείγματα σ᾿ ὅλους τούς τομεῖς τῶν δημιουργημάτων τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Στάθηκε ὡς τόπος ὄχι μόνο πρόσφορος γιά μοναχική ἀποταγή καί ἄσκηση, ἀλλά καί ὡς ἐστία πολιτισμοῦ, γραμμάτων καί καλλιτεχνικῶν ἐπιτευγμάτων. Αὐτά ἔχουν ἀποθησαυρισθεῖ καί φυλαχθεῖ μέ ζῆλο καί περισσή φροντίδα, πολλές φορές μέ παραδειγματική αὐταπάρνηση τῶν ἀθωνιτῶν μοναστῶν «ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ» ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες πατέρες, ὡς ἱερή καί ἄφθορη κληρονομιά τοῦ ἱεροῦ καί ἔνδοξου παρελθόντος. Ὄχι ὅμως σάν μουσειακά ἤ ἐκθεσιακά ἀντικείμενα, ἀλλά ὡς συνέχεια ζωῆς, πίστεως καί διαχρονικῆς πολιτισμικῆς παρουσίας, κοινοῦ θησαυροῦ ὅλου τοῦ κόσμου.
Στήν ἀκτινοβολία του αὐτή συνέβαλε πολύ ἡ τέχνη, ἡ ὁποία συνδέεται ἄμεσα μέ τή λειτουργική ζωή τῶν μοναχῶν. Τόσο ἡ λειτουργική ζωή ὅσο καί ἡ τέχνη πού τήν αἰσθητοποιεῖ μετέχουν στό ὑπερουράνιο φῶς. Ὅλες οἱ εἰκαστικές καλλιτεχνικές ἐκφράσεις ἐργάστηκαν πολύ γιά νά μᾶς δώσουν αὐτό τό θαῦμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιά νά ἀποκτήσει τή μοναδικότητά του στό χριστιανικό κόσμο καί νά προσελκύσει ἀνθρώπους ἀπό ὅλους τούς ὀρθόδοξους λαούς, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα μακρινά μέρη τῆς γῆς, πού ζοῦν πάνω ἀπό χίλια χρόνια ἐν εἰρήνῃ καί πνευματική δημιουργία.
Τό Ἅγιον Ὄρος φιλοξενεῖ σήμερα τή μεγαλύτερη συγκέντρωση χριστιανικῆς τέχνης στόν κόσμο. Ὡς πρός τή ζωγραφική τέχνη μάλιστα, τή μεγαλύτερη παγκοσμίως. Παντοῦ στόν Ἄθωνα συναντᾶμε τά ἀντικείμενα τῆς ἁγιορείτικης τέχνης καί πολιτισμοῦ, κυρίως στά μεγάλα περιτειχισμένα μοναστήρια, στά ὁποῖα μπόρεσε νά φυλαχθεῖ ἀποτελεσματικότερα. Μάλιστα, ὅσα σώζονται σήμερα, δέν ἀποτελοῦν τό σύνολο τῆς καλλτεχνικῆς δημιουργίας πού συνδέεται μέ τό Ἅγιον Ὄρος, καθώς οἱ συλλογές ἤ ἔχουν κλαπεῖ ἤ ἔχουν ὑποστεῖ ἀναπανόρθωτες ζημιές στό πέρασμα τῶν αἰώνων.
Στήν ἁγιορείτικη τέχνη μνημειακή καί κειμηλιακή περιλαμβάνονται ἀρχιτεκτονικά σύνολα, ἔργα γλυπτικῆς καί μικρογλυπτικῆς καί ξυλογλυπτικῆς, χαλκοτεχνίας, χρυσοκεντητικῆς, τοιχογραφίες, φορητές εἰκόνες, διακόσμησης χειρογράφων, ἔργα μεταλλοτεχνίας, ἀργυροχρυσοχοΐας, βιβλιοτεχνίας. Ἔργα ὑψηλῆς αἰσθητικῆς καί καλλιτεχνικῆς ἀξίας, πού φέρουν ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα τῆς βυζαντινῆς καί μεταβυζαντινῆς τεχνοτροπίας.
Εἰδικότερα οἱ τοιχογραφίες εἶναι τό κύριο στοιχεῖο τῆς ἀθωνικῆς καλλιτεχνικῆς κληρονομιᾶς, πού ἀντιπροσωπεύει τόν μόχθο ὅλων τῶν αἰώνων, ἀπό τόν 12ο αἰῶνα ἕως σήμερα. Καί οἱ δύο βασικές καλλιτεχνικές τάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς τέχνης μεγαλούργησαν στόν Ἄθωνα. Εἴτε πρόκειται γιά τή μακεδονική λεγόμενη σχολή, πού ἀντικατοπτρίζει τάσεις ἀνθρωπιστικές καί ἀριστοτεχνικές, εἴτε γιά τή λεγόμενη κρητική σχολή, πού παραμένει πιστή στόν βυζαντινό ἰδεαλισμό, χωρίς νά στερεῖται ζωτικότητας.
Ἀπό τήν πλευρά τους, τά χειρόγραφα ἀποτελοῦν τή βάση καί τήν προϋπόθεση γιά τή μελέτη καί διατήρηση τῆς πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς καί παράδοσης, ἀφοῦ διέσωσαν –καί μάλιστα σέ δύσκολους καιρούς- καί μᾶς παρέδωσαν τήν ποικίλη πνευματική παραγωγή αἰώνων, ὅλα τά κείμενα τῶν ἑλλήνων κλασικῶν συγγραφέων, ἀλλά καί ὅλο τόν πλοῦτο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς γραμματείας ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες μέχρι καί σχετικά πρόσφατα. Κείμενα, πού διαφορετικά θά εἶχαν ὁριστικά χαθεῖ, ἐάν δέν φρόντιζαν οἱ μοναχοί, ἀνάμεσα στούς ὁποίους, καί οἱ Ἁγιορεῖτες, μέ ἱερό ζῆλο καί μεράκι, νά ἀντιγράψουν, τά κάθε λογῆς θεολογικῆς ἤ θύραθεν καί κοσμικῆς γραμματείας κείμενα. Ταπεινά φρονοῦμε, εἶναι δύσκολο νά ἐκτιμήσει κανείς πώς θά ἦταν ὁ κόσμος, ἄν οἱ πατέρες δέν ἀντέγραφαν στά βιβλιογραφικά ἐργαστήρια καί δέν φρόντιζαν μέ τόν τρόπο αὐτό γιά τή διάσωση καί διάδοση τῶν καρπῶν τοῦ πνεύματος καί τῆς σοφίας τῶν ἑλλήνων προγόνων μας. Τά ἁγιορείτικα χειρόγραφα, ὡς φορεῖς πολιτισμοῦ ἀποτελοῦν σπουδαίους μάρτυρες ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας πατρογονικῆς κληρονομιᾶς, ἀλλά γενικότερα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Παγκόσμιου πολιτισμοῦ
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες καί γενικά ὁ μοναχισμός διέσωσαν τή γλώσσα καί τήν παιδεία, συντήρησαν τά μνημεῖα τῆς βυζαντινῆς τέχνης καί συνέλεξαν –διαιωνίζοντας μέ τόν τρόπο αὐτό- μέ εὐλάβεια καί ἀφοσίωση ὅ,τι πολύτιμο ἐναπέμεινε ἀπό τόν βυζαντινό πολιτισμό.
Στόν τομέα τοῦ κοινωνικοῦ πολιτισμοῦ καθόλου ἀμελητέα δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἡ προσφορά τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἄν τό κοινοτικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας θέλει ὁλόκληρη τήν κοινωνία τῶν πιστῶν νά ἐκφράζεται μέ ζωή κοινοτική καί κοινοβιακή, τό μοναστικό κοινόβιο ἀποτελεῖ τή συνεπέστερη προσπάθεια γιά τήν πραγμάτωσή της.
Ἕνα ἁγιορειτικό κοινόβιο ἀποτελεῖ τήν ἰδανική χριστιανική κοινωνία, ὅπου τά πάντα ἀποβλέπουν στήν καλλιέργεια κοινοῦ φρονήματος καί ἀδελφικοῦ πνεύματος. Ἡ ἀδελφότητα, ἡ κοινοκτημοσύνη, ἡ κοινωνικότητα, ἡ φιλαδελφία, ἡ φιλαλληλία, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἐξαίσια παράδοση ἀνθρωπισμοῦ, καρτερίας, αἰσιοδοξίας καθώς καί ἡ φιλοξενία ἀποτελοῦν τίς βασικές ἐκφράσεις τῆς ἁγιοτειτικῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, ἀλλά καί προτάσεις ζωῆς καί πολιτισμοῦ γιά τίς ἀνθρώπινες κοινωνίες σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό Ἅγιον Ὄρος προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα κοινωνίας ἀνθρώπων διαφορετικῆς ἐθνικῆς προέλευσης, γένους καί φυλῆς, πού γιά περισσότερο ἀπό χίλια χρόνια συμβιώνουν ἁρμονικά, αἰσθανόμενοι ἀδελφοί ἀλλήλων.
Τό Ἅγιον Ὄρος στό πέρασμα τῶν αἰώνων ἀνέδειξε λογίους μοναχούς, σπανίων χαρισμάτων καί ἱκανοτήτων, τούς ὁποίους διέκρινε παράλληλα ἡ ὑψηλή πνευματικότητα, ἡ ἁγιορειτική καί ἑλληνική συνείδηση. Ἡ ἵδρυση τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου ῎Ορους, στά μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἀναπτέρωσε τό ἠθικό τοῦ ὑπόδουλου
Ἑλληνισμοῦ, μιά πού στάθηκε γιά τήν ἐποχή της, ἡ μεγαλύτερη ἑλληνική σχολή στόν τουρκοκρατούμενο χῶρο.
Σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, ἡ προσφορά τῶν ἁγιορειτικῶν μετοχίων, τά ὁποῖα ἦταν ἐξαπλωμένα σ᾿ ὅλη τήν ἑλληνική ἐπικράτεια, ἀλλά καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν Βαλκανίων, δέν περιορίζεται ἁπλά στήν οἰκονομική ἐνίσχυση τῶν ἀθωνικῶν Μονῶν⋅ ἦταν συγχρόνως ἕνα δίκτυο πνευματικῆς διαφώτισης καί διάδοσης τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Τό ἐθνικό φρόνημα τῶν σλαβικῶν λαῶν τῆς χερσονήσου τοῦ Αἴμου καί τῶν ρουμανικῶν χωρῶν ἀφυπνίστηκε ἀπό ἁγιορεῖτες ὁμογενεῖς τους, ἤ καί Ἕλληνες.
Ἀγαπητοί μου.
Μετά τή σύντομη καί ἀμυδρά αὐτή εἰκόνα, ὅση ἐπέτρεψε, ἀφ᾿ ἑνός ὁ ἀνεξάντλητος πλοῦτος τῆς ἔνδοξης ἁγιορειτικῆς ἱστορίας, καί ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ πολύ περιορισμένος χρόνος μιᾶς διαλέξεως, ἀλλά καί ὁ ἀδύναμος λόγος μου, ἐπωφελοῦμαι τῆς εὐκαιρίας νά ἐκφράσω τίς εὐχαριστίες μου στόν πρόεδρο κο Πανταζῆ καί τό Διοικητικό Συμβούλιο τῆς Ὀρθοπαιδικῆς Ἑταιρείας Μακεδονίας Θράκης γιά τήν πρόσκλησή τους νά ἀπευθύνω σέ ἕνα τόσο εὐγενές ἀκροατήριο τήν ἐναρκτήρια αὐτή ταπεινή ὁμιλία.
Ταπεινά φρονοῦμε, ὅτι, στή δύσκολη αὐτή περίοδο τῆς οἰκονομικῆς κρίσης πού διέρχεται ἡ πατρίδα μας –πού γιά μᾶς τούς Ἁγιορεῖτες, εἶναι ἀπόρροια τῆς πνευματικῆς ἀλλά καί πολιτιστικῆς κρίσης πού προηγήθηκε καί σήμερα κυριαρχεῖ- θεωροῦμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα ἀναγκαῖο νά προβληθεῖ ἡ διαχρονική προσφορά τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀποστέλοντας μηνύματα παρακλήσεως καί παραμυθίας πρός ἕνα κόσμο πού ἀναζητᾶ ἐναγώνια τήν αὐτοσυνειδησία του, ὅπου οἱ σύγχρονοι τρόποι ζωῆς, ὁλοένα καί περισσότερο ἐξουθενωτικοί καί ἰσοπεδωτικοί, φθείρουν, λίγο λίγο, τούς ἁρμούς ὄχι μόνο τοῦ σώματος –πρόβλημα μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθεῖ τό παρόν Συνέδριο- ἀλλά πρωτίστως τῆς παραδοσιακῆς ζωῆς καί ἀποξενώνουν τούς ἀνθρώπους τόσο ἀπό τή ρίζα τους ὅσο καί μεταξύ τους.
Εὔχομαι ὁλόψυχα τήν ἐξ ὕψους δύναμη στό ἰατρικό σας λειτούργημα ἀλλά καί κάθε ἐπιτυχία στίς ἐργασίες τοῦ πολύ ἐνδιαφέροντος Συνεδρίου σας.
Χριστός Ἀνέστη!

Ἐναρκτήρια ὁμιλία τοῦ γράφοντος στήν τελετή ἔναρξης τοῦ 30οῦ ἐτήσιου Συνεδρίου Ὀρθοπαιδικῆς Ἑταιρείας Μακεδονίας-Θράκης.
29 Ἀπριλίου 2011. Χαλκιδική. Ξενοδοχεῖο Porto Carras


Φωτογραφία: Ἔνθετη πλίνθινη ἐπιγραφή. Μονή Γρηγορίου. Φωτογραφία ὑπό μοναχοῦ Νείλου Καυσοκαλυβίτου.