Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Δ' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
(Δ’ μέρος)


  
Εἶναι γνωστό ὅτι τόν 14ο αἰώνα, ἡ κυρίαρχη ἀλλά καί ἡ πιό δυναμική πνευματική κίνηση στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, στάθηκε ὁ Ἡσυχασμός, ὁ ὁποίος, ἐπιπλέον, γνώρισε ταχύτατη διάδοση ἀπό τόν ἑλληνικό, στόν σλαβικό καί ρουμανικό κόσμο. Ἕνας ἀπό τούς κυριότερους φορεῖς τῆς πνευματικῆς αὐτῆς κίνησης, πού μέ τόν βίο καί τή δράση του δημιούργησε πολιτισμό καί ἱστορία ἦταν ὁ  ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. 
    Παρ’ ὅλο πού ὁ Ἡσυχασμός ὑπῆρχε στό Ἅγιον Ὄρος καί πρίν τήν ἄφιξη τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ἡ συμβολή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου στήν ἐξελικτική πορεία τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας κατά τήν ὕστερη βυζαντινή ἐποχή εἶναι καίρια καί ἀναμφισβήτητη, καθώς συνδέεται μέ τήν εἰσαγωγή νέων στοιχείων στήν ἡσυχαστική θεωρία.
   Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, γεννήθηκε περί τό 1265 στό Κούκουλον, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του αἰχμαλωτίστηκαν, μαζί μέ πλῆθος χριστιανούς τῆς περιοχῆς, ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί μεταφέρθηκαν στή Λαοδίκεια. Μετά τό τέλος τῆς αἰχμαλωσίας του ὁ Γρηγόριος δέν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἀλλά μέσω Κύπρου κατευθύνθηκε στό Σινᾶ, ὅπου ἐκάρη μοναχός στήν ἱστορική μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Στό Σινᾶ ἀσκήθηκε γιά μία τριετία καί στή συνέχεια, ἀφοῦ διέμεινε γιά λίγο στήν Κρήτη κατέληξε, πρίν τό 1325, στό Ἅγιον Ὄρος. Γρήγορα ἡ φήμη του ὡς διδασκάλου τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἐξαπλώθηκε σ' ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος μέ ἀποτέλεσμα ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του νά διευρυνθεῖ. Ἀνάμεσά τους, ἐκτός ἀπό Ἕλληνες, βρίσκονταν καί Σλάβοι. Ἀργότερα, ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, κατευθύνθηκε περί τό 1335 στά Παρόρια τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ὅπου ἵδρυσε τέσσερις μονές. Στά Παρόρια τόν ἀκολούθησαν καί ἀρκετοί ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες μαθητές του. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου μνημονεύονται ὁ Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐρίπου, ὁ Ἰωσήφ ὁ Εὐβοεύς, ὁ ἀββάς Νικόλαος ὁ ἐξ Ἀθηνῶν, ὁ Μάρκος ἀπό τίς Κλαζομενές, ὁ Ἰάκωβος μετέπειτα ἐπίσκοπος Σερβίων, ὁ Ἀαρών, ὁ Μωϋσής, ὁ Λογγίνος, ὁ Κορνήλιος, ὁ Ἡσαΐας, ὁ Κλήμης ὁ Βούλγαρος καί βεβαίως ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, μοναχός Κάλλιστος, μετέπειτα οἰκουμενικός πατριάρχης.
  Σχετικά μέ τόν ‘‘Μᾶρκο τόν ὁσιώτατο’’ πού κατοικοῦσε στόν Μελανέα, αὐτός θά μποροῦσε νά ταυτιστεῖ μέ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν Κυρτό πού ὑπῆρξε μοναχός τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἔζησε μέχρι τά μέσα τοῦ 14ου αἰ. Ἐξ ἴσου ὅμως εἶναι πιθανόν νά πρόκειται γιά τόν Μᾶρκο, τό μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται συχνά στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ὡς ‘‘Μᾶρκος ὁ ἁπλοῦς’’. Ὁ J. Meyendorff καί ἄλλοι ἐρευνητές ταυτίζουν τόν μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου Μᾶρκο μέ τόν μοναχό Μᾶρκο τόν Κυρτό. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὁ βιογράφος ἅγιος Κάλλιστος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τό συμμοναστή του Μᾶρκο, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τίς Κλαζομενές, ἔγινε μοναχός «ἐν τῇ... σεβασμίᾳ μονῇ τῇ τοῦ κυροῦ Ἰσαὰκ ἐπικεκλημένη» στή Θεσσαλονίκη καί τέλος μόνασε στό Ἅγιον Ὄρος ὑπό τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη. Τόν περιγράφει ὡς ὑπόδειγμα εὐσεβείας καί ταπεινοφροσύνης καί συμπληρώνει ὅτι ὁ Θεός «διὰ τὴν τοσαύτην αὐτοῦ μετριοφροσύνην τε καὶ ὑπακοὴν ἐπὶ τοσοῦτον δόξης τοῦτον ἐξῇρέ τε καὶ ἀνύψωσεν» ὥστε νά καταλάμπει «ὑπό τῆς τοῦ παναγίου πνεύματος ἐλλάμψεως».
  Μεταξύ τῶν πολλῶν μοναχῶν πού κατέφθασαν στά Παρόρια γιά νά τεθοῦν ὑπό τήν φωτισμένη καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Γρηγορίου ἦταν καί ὁ ἐπίσης Ἁγιορείτης ἑλληνοβούλγαρος ὅσιος Ρωμύλοςπού γεννήθηκε στό Βιδύνιο, παραδουνάβια πόλη τῆς βορειοδυτικῆς Βουλγαρίας, περί τό 1310. Ὁ πατέρας του ἦταν «Ρωμαῖος τό γένος», ἐνῶ ἡ μητέρα του προερχόταν «ἐκ τῶν Βουλγάρων». Ὁ ὅσιος Ρωμύλος περί τό 1335-1340 ἐκάρη μοναχός στή μονή Θεοτόκου Ὁδηγητρίας στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας. Ἀργότερα ὅμως, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔκτιζε μονή στά Παρόρια καί ἔχοντας κλίση περισσότερο πρός τήν ἐρημική ζωή, ἀναχώρησε γιά τό νέο αὐτό μοναστικό κέντρο. Φθάνοντας ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἔκτισε κελλί πλησίον τῆς μονῆς στήν ὁποία ἀσκεῖτο ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
   Ἀργότερα ἔφθασε στά Παρόρια -προερχόμενος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη- καί ἔμεινε μαζί μέ τόν ὅσιο Ρωμύλο, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος, βιογράφος τοῦ ὁσίου Ρωμύλου. Δύο φορές ἀναγκάστηκαν καί οἱ δύο τους, ἐξ αἰτίας δυσκόλων περιστάσεων νά ἐγκαταλείψουν τά Παρόρια καί νά καταφύγουν στή Ζαγορά τῆς Βουλγαρίας, ὡστόσο ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἀψηφῶντας τόν κίνδυνο τῶν Τούρκων ἐπανῆλθε μόνος του καί ἐγκαταστάθηκε «εἰς τό ἐνδότατον τοῦ ὄρους» τῶν Παρορίων. Ἐκεῖ ἔκτισε ἄλλη καλύβη καί ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, ζῶντας μέ ἀπόλυτη ξενιτεία γιά πέντε χρόνια καί προσφεύγοντας –μόνο ἄν παρουσιαζόταν μεγάλη ἀνάγκη- στή μονή «τοῦ ἁγίου Σιναΐτου».
   Τό 1360, μετά τήν ἐρήμωση τῆς μοναστικῆς περιοχῆς τῶν Παρορίων ἀπό τούς Τούρκους, ὁ Ρωμύλος ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, τήν περίοδο 1360-1371, ἀσκεῖται «πλησίον τῆς ἱερᾶς Λαύρας», ὅπου ἀνθεῖ ἡ ἡσυχαστική ζωή καί πολλοί «πατέρες ὁμότροποι οἰκοῦν». Ἡ παραμονή τοῦ ὁσίου Ρωμύλου στήν περιοχή Μελανά τῆς Λαύρας ἀναφέρεται στό Βίο του πού συνέταξε, ὁ μαθητής του Γρηγόριος ὁ Νέος στήν ἴδια τοποθεσία. Στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ὅσιος Ρωμύλος παρέμεινε μέχρι τήν ἧττα τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Ἰωάννη Οὔγγλεση στή μάχη τοῦ Ἕβρου τό 1371, ὕστερα ἀπό τήν ὁποία κατέφυγε στόν Αὐλῶνα, στίς ἀκτές τῆς Ἀδριατικῆς, ὅπου ἀναδεικνύεται «ἰσαπόστολος, πάντας εἰς ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως συγκαλῶν» μέ τόν «κεχαριτωμένον λόγον του», σύμφωνα μέ τόν Βίο του. Ἀργότερα ὅμως, περί τό 1375, «εἰς τήν Σερβίαν ἀπέρχεται», στή μονή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Ραβανίτσης, ὅπου καί ἐκοιμήθη περί τό 1381.
  Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Ἡσυχαστής ἤ Καλλιγράφος, μαθητής, τό πιθανότερο, κι αὐτός τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί ἀργότερα τοῦ ὁσίου Ρωμύλου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καί ὁ βιογράφος, θεωρεῖται ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς ὁμώνυμης μονῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἀναχώρηση ὅπως εἴδαμε τοῦ ὁσίου Ρωμύλου γιά τόν Ἄθω, ὁ Γρηγόριος ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος, στήν περιοχή Μελανά τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ὑποτάσσεται πάλι στόν ὅσιο Ρωμύλο, ὡς γνήσιος μαθητής του. Ὁ Γρηγόριος ὅμως δέν ἀκολουθεῖ τόν ὅσιο Ρωμύλο κατά τήν ἀναχώρηση τοῦ δεύτερου ἀπό τόν ἱερό τόπο. Ἔτσι παραμένει στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἱδρύει τή Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού σήμερα φέρει τήν ἐπωνυμία ‘‘τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου’’. Σέ ἀρχαία Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου γίνεται λόγος γιά τήν ἐμφάνιση σ’ αὐτόν θείου φωτός, ἀπό τό ὁποῖο ὁδηγούμενος ὁ Ὅσιος κατέβηκε μέχρι τόν παράκτιο βράχο ὅπου καί ἔκτισε στό σημεῖο πού τοῦ ὑποδείχθηκε τή Μονή. Στήν ἴδια Ἀκολουθία ὁ Ὅσιος ἐξυμνεῖται γιά τά θαύματά του, χάρη στά ὁποῖα σώθηκε ἡ μονή καί ὅλο τό Ὄρος ἀπό βαρβαρικές ἐπιδρομές. Πάντως οἱ τουρκικές ἐπιδρομές στό Ἅγιον Ὄρος θά πρέπει νά ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ  ὁσίου Γρηγορίου ἀπ’ αὐτό καί τῆς μεταβάσεώς του περί τό 1379 στή Σερβία, στήν ὁποία βασίλευε ὁ κνέζης ἅγιος Λάζαρος (1371-1389). Ἐκεῖ ζεῖ ἐντός σπηλαιώδους ναοῦ, ἀφιερωμένου στόν ἅγιο Νικόλαο, ἐνῶ ἀργότερα ἱδρύει τή μονή Γκόρνιακ. Στό καθολικό τῆς σερβικῆς αὐτῆς μονῆς βρίσκεται καί τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου, ἐπιτελῶντας πολλά θαύματα. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 7 Δεκεμβρίου. (συνεχίζεται...........)

______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: 
 Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ νέος, κτίτωρ τῆς μονῆς Γρηγορίου. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἔργο Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.



 Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Γ΄ μέρος)

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !


ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνώστες του καί τούς προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ! Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως νά φωτίζει ὅλους μας στό δρόμο γιά τή συνάντηση μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.


 


















Ἡ Ἀνάστασις. Φορητή εἰκόνα τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός. Μεγίστη Λαύρα. Μέσα 16ου αἰ. 





















  
Ἡ Ἀνάστασις. Τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου. Πρωτᾶτο, Καρυές. Τέλη 13ου αἰ.






















 Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ξάνθη. Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν. Εἰκόνα ἐπιστυλίου τέμπλου. 1742.


«Μεγαλυνάρια τοῦ Πάσχα». Διά χειρός Ἰωάσαφ ἱερομονάχου
Καυσοκαλυβίτου. 1919. Ἔνθετο σέ Πεντηκοστάριο τοῦ ἔτους 1896.


Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

                                                                                 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
                                   Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον
Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.

Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.

Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον


Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Φωτογραφίες:

1. Ὁ ἅγιος. Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου.
2. Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
3. Ὁ ἅγιος. Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου.
4. Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
4. Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΕΙΣΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ




Φωτογραφία:



Ἡ Βαϊοφόρος.



Εἰκόνα α’ μισοῦ 18 ου αἰ. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἅγιον Ὄρος.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ζ')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Ζ’)













Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ ΚΑΙ Η ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καί ἡ ἐγγύηση τῆς μετάνοιας

Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνηφορική καί κοπιαστική πορεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ πορεία πρός τή συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, φθάνει στό τέλος της.
Τόσο ἡ προηγούμενη Κυριακή ὅσο καί ἡ αὐριανή εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας: τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δύο ἀντιπροσωπευτικές μορφές τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης.
Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπό μᾶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικό ἐσωτερικό μας κόσμο. Καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Σαρακοστή εἶναι ἕνα βιωματικό ταξίδι στό βάθος τοῦ εἶναι μας. Τῆς ἀναζήτησης νοήματος. Τῆς ἀνακάλυψης ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ θεϊκοῦ νοήματος τῆς ζωῆς του⋅ τοῦ κρυμμένου βάθους της.
Γιά παράδειγμα, μέ τό νά ἀπέχουμε ἀπό τήν τροφή νηστεύοντας ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καί ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τήν παίρνουμε ἀπό τό Θεό μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη. Μέ τό νά περιορίζουμε τίς ψυχαγωγίες, τή διασκέδαση, τή μουσική, τίς ἀτέλειωτες συζητήσεις, τίς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τελικά τήν ἀξία τῶν εἰλικρινῶν διαπροσωπικῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, τῆς τέχνης. Καί τά ξαναβρίσκουμε ὅλ᾿ αὐτά, ἀκριβῶς γιατί ξαναβρίσκουμε τόν ἴδιο τόν Θεό⋅ γιατί ξαναγυρίζουμε σ᾿ Αὐτόν καί δι᾿ Αὐτοῦ σέ ὅλα ὅσα ἐκεῖνος μᾶς προσέφερε μέσα ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη καί τό ἔλεός Του.
Συνεχίζοντας τή λυτρωτική πορεία μας πρός τό Πάσχα, τήν Κυριακή τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, διδασκόμαστε ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι, μπορεῖ -ἄν τό θελήσει βαθειά καί ὑπαρξιακά- νά συναντήσει τόν ἀναστημένο Χριστό⋅ φθάνει νά φλογισθεῖ ἀπό τόν πόθο τῆς συνάντησης μαζί Του.
Πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, καὶ καθὼς ὁδεύουμε πρός τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει ἀκόμη ἕνα πρότυπο ἁγιαστικῆς ζωῆς, ἕνα πρότυπο μετανοίας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νά ἐντείνουμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς περιόδου αὐτῆς, τοῦ «καιροῦ τοῦ εὐπρόσδεκτου τῆς μετανοίας», ὅπως εὔστοχα ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση χαρακτηρίζει τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.
Ἡ ὁσία Μαρία, μιά γυναίκα ἀπόλυτα δουλωμένη στά ἐγωκεντρικά πάθη τῆς ματαιοδοξίας καί τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων, παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως γνωρίζουμε, προσπάθησε νά δεῖ καί νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα, δέν τά κατάφερε, καθώς τά πάθη της τήν ἐμπόδιζαν. Καί τότε ἦταν πού ἡ ἀκτινοβολία τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε καί φώτισε τά τυφλωμένα ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό μάτια τῆς ψυχῆς της καί μπόρεσε νά σταυρώσει τά πάθη της.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ κατάντια στήν ὁποία εἶχε φθάσει ἡ ὁσία Μαρία, δέν τήν ἀπέκλεισε τελικά ἀπό τή συνάντησή της μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.
Ὅπου κι ἄν βρίσκεται κανείς, ὅταν κεντριστεῖ ἀπό τόν θεῖο πόθο καί ἀπό πίστη ζέουσα καί φλογερή ὅπως ἐκείνη τῆς ὁσίας Μαρίας, μπορεῖ ἀσφαλῶς νά πορευθεῖ πρός αὐτή τή συνάντηση.
Εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος μεταθέτει τόν ἔρωτά του ἀπό τά κτίσματα στόν κτίστη. Αὐτή τή μεγάλη ἀγάπη βίωσαν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πρόθυμοι καί τήν ἴδια τή σωτηρία τους νά θυσιάσουν γιά τό συνάνθρωπο. «Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου» γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μά κι ὁ Ἁγιορείτης φωτιστής τοῦ Γένους μας, ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔλεγε τό ἴδιο ἀκριβῶς μέ ἄλλα λόγια:
«Μά θέλετε εἰπῆ⋅ Καί σύ καλόγερος εἶσαι, διατί συναναστρέφεσαι εἰς τόν κόσμον; Κι ἐγώ ἀδελφοί μου, κακά τό κάμνω, μά ἐπειδή τό γένος μας ἔπεσε εἰς ἀμάθειαν, εἶπα⋅ Ἄς χάσει ὁ Χριστός μου ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καί ἄς κερδίσει τά ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σας σώση καί ἐμένα»» .
Ἔτσι λοιπόν, σ᾿ αὐτό τό στάδιο τῆς πορείας μας πρός τό Πάσχα, τῆς πορείας μας πρός τή συνάντηση μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τό παράδειγμα μιᾶς πόρνης, τῆς ὁποίας οἱ πολλές ἁμαρτίες συγχωρέθηκαν, ὅπως καί ἐκείνης τῆς ἄλλης πόρνης τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς διαβεβαιώσει γιά ἕνα πρᾶγμα:
Πώς τόν ἀναστημένο Χριστό μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος, ἄν τό θελήσει καί τό ἐπιθυμήσει, νά Τόν συναντήσει. Στήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας, ἡ ἁμαρτωλότητά της δέν τῆς ἀπέκλεισε τήν δυνατότητα νά πλησιάσει τόν Χριστό καί νά αἰσθανθεῖ τή λυτρωτική Του παρουσία στή ζωή της.
Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κανείς δέν πρέπει νά ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν πνευματική του κατάσταση, ὅσο ἄσχημη κι ἄν εἶναι. Γιά ὅλους ὑπάρχει ἐλπίδα. «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα⋅ συγγνώμη ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε», θά ἀναφωνήσει σέ λίγες μέρες ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό του Λόγο τό Πάσχα.
Ἐξάλλου τά μάτια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μέ τά ἴδια μέ τά ἀνθρώπινα μάτια. Ὅτι φαίνεται μακρυνό καί ἄπιαστο στούς ἀνθρώπους, μπορεῖ νά φαίνεται κοντινό στό Θεό, καί τό ἀντίστροφο. Ἄλλωστε, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, «οἱ τελῶνες καί οἱ πόρνες» μᾶς προάγουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι γνωρίζουν ὅτι βρίσκονται μακρυά ἀπό τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό μποροῦν νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν, ἐνῶ οἱ «δίκαιοι» πολλές φορές περιχαρακωμένοι στήν «δικαιοσύνη» τους δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη τῆς μετάνοιας, γιατί πιστεύουν ὅτι τήν ἔχουν πετύχει ἤδη⋅ δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιατί εἶναι βέβαιοι ὅτι τήν δικαιοῦνται καί πιστεύουν ὅτι βρίσκονται ἤδη σ᾿ αὐτήν.
Στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου πού θά ψάλλουμε αὔριο τό πρωΐ, στόν κανόνα τῆς ὁσίας Μαρίας, ἄν προσέξουμε, ἀντιπαραβάλλεται ἕνας ἄλλος κανόνας πού ἀναφέρεται στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί στήν ὁποία ὁ Χριστός παρουσιάζει τήν τρομερότερη περιγραφή τῆς κολάσεως, ἀπ᾿ ὅσες ὑπάρχουν στό Εὐαγγέλιο. Τό Δοξαστικό μάλιστα τῆς ἡμέρας ὑπογραμμίζει τή μεγάλη ἀλήθεια: «Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις ἀλλά δικαιοσύνη καί ἄσκησις σύν ἁγιασμῷ». Γι᾿ αὐτό τό λόγο, συνεχίζει τό τροπάριο, «οὐδέ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾿ ὅσοι τούς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσί πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καί Δαβίδ ὁ προφήτης διδάσκει λέγων⋅ Δίκαιος ἀνήρ, ὁ ἐλεῶν ὅλην τήν ἡμέραν».
Ὅπως ξεκάθαρα φαίνεται μέσα ἀπό τό τροπάριο αὐτό, δίκαιος θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀποθέτει τούς θησαυρούς του στά χέρια τῶν πτωχῶν. Κι αὐτό ἐπιβεβαιώνει τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πώς τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν σ᾿ αὐτούς πού τά ἔχουν ἀνάγκη.
Ἄν γιά τόν Χριστό, ἡ βάση τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό καί τό συνάνθρωπο, ὁ πλοῦτος πού δέν μοιράζεται καί σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη, δείχνει τήν ἔλλειψη καί τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης ἀγάπης. Ὁ ἄφρων πλούσιος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μεταθέσει τόν ἔρωτά του ἀπό τόν δημιουργό του Θεό στούς θησαυρούς του⋅ ἀπό τόν Κτίστη, στά κτίσματα. Καί σάν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς μετάθεσης τοῦ ἔρωτά του ἀπό τόν Κτίστη στά κτίσματα, δέν ἔχει τήν δυνατότητα ὄχι ἁπλῶς νά ἀγαπήσει, ἀλλ᾿ οὔτε καί νά παρατηρήσει κἄν τό συνάνθρωπό του, ὅπως συμβαίνει μέ τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ πορνεία τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας εἶναι ἁμαρτία, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ ἀπληστία καί ἡ φιλαργυρία, κυρίως γιατί εἶναι μετάθεση τοῦ ἔρωτα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Κτίστη στά κτίσματα. Ὅσο πιό βαρύ εἶναι τό φορτίο τῶν ὑλικῶν πραγμάτων πού κουβαλᾶμε μέσα μας, τόσο πιό δύσκολο εἶναι νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος, ἐλαφρύς ὅπως εἶναι ἀπό κάθε ἐγωκεντρικό φορτίο, ἀφοῦ θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία μας, προχωρᾶ μπροστά καί μᾶς ἀφήνει πίσω.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἀπό τό Βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πού ἀξίζει νά προβάλλουμε στήν ἀγάπη σας, εἶναι ἡ μεσιτεία τῆς κυρίας Θεοτόκου γιά τήν ἀνακαινισμένη ἐν μετανοίᾳ ζωῆς της.
Ἀπό τά ὅσα διασώζει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων στό Βίο τῆς ὁσίας Μαρίας, μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Ὁσία, μετά ἀπό πολλές ἀποτυχημένες ἀπόπειρες νά εἰσέλθει στό ναό τῆς Ἀναστάσεως στά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό, ἀπέκαμε, καί κάποια στιγμή κοντοστάθηκε καί εἶδε τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού βρισκόταν στό ὑπέρθυρο τοῦ Ναοῦ. Βλέποντας τότε τήν ἀειπάρθενο Θεοτόκο, φωτίσθηκε ὁ νοῦς της καί ἀντιλήφθηκε πώς γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν της, ἐμποδιζόταν νά εἰσέλθει στό Ναό. Τότε ἦταν πού πῆρε τή ἀπόφαση νά μετανοήσει. Καί ἀμέσως, ἔβαλε τήν Θεοτόκο ἐγγυήτρια γιά τήν ἀποχή της ἀπό τά πρότερα ἁμαρτήματά της, καί τήν ἀκόλουθη καί γνωστή σέ ὅλους μας συγκλονιστική μετάνοιά της.
Γιά τήν εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας τῆς Ἐγγυήτριας, ἀξίζει νομίζω νά μεταφέρω στήν ἀγάπη σας τήν ζῶσα ἁγιορειτική παράδοση. Σύμφωνα μ᾿αὐτήν, ἡ εἰκόνα αὐτή, ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης, βρέθηκε μέ θαυματουργικό τρόπο στό Ἅγιον Ὄρος καί πιό συγκεκριμένα, στό Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, στό ἀκρότατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Αὐτήν τήν εἰκόνα βρῆκε, θείᾳ νεύσει, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, ἱδρυτής καί θεμελιωτής τοῦ ἀθωνικοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, περί τό ἔτος 965 καί τή μετέφερε στό καθολικό τῆς Μεγίστης Λαύρας, γιά νά προσκυνεῖται ἀπ᾿ ὅλους τούς πατέρες. Ὅμως τό πρωΐ ἡ εἰκόνα εἶχε ἤδη ἐξαφανιστεῖ καί μεταφερθεῖ μυστηριωδῶς πάλι στό Σπήλαιο. Τότε ὁ Ὅσιος τήν ξαναπῆρε στή Λαύρα καί τήν ἐναπέθεσε στήν ἴδια θέση ἐντός τοῦ ναοῦ. Ἀλλά καί πάλι ἡ εἰκόνα ἀναχώρησε γιά τό Σπήλαιο. Ἔκτοτε πλέον δέν τόλμησε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος νά τή μετακινήσει, γι᾿ αὐτό καί τήν ἄφησε στό ἴδιο μέρος ὅπου καί μέχρι σήμερα βρίσκεται. Πρόκειται γιά τή θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἐγγυήτριας. Ἑορτάζεται μάλιστα πανηγυρικά μέ φροντίδα τῆς Μεγίστης Λαύρας, κατά τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, κατά τήν Ε’ ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν⋅ χθές δηλαδή.
Εἶναι ὠφέλιμο πιστεύω, καί πρός δόξαν Θεοῦ καί τιμήν τῆς Θεοτόκου, τῆς προστάτιδος τόσο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ὅσο καί τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἀλλά καί τῶν πιστῶν τῆς ἐνορίας τοῦ πανηγυρίζοντος αὐτοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, νά ἐξιστορήσουμε τό ἀκόλουθο περιστατικό, πού συνέβη πρίν περίπου ἑκατό χρόνια, τό ἔτος 1905, κατά τόν πολύ καταστροφικό σεισμό πού ἔπληξε τήν Χαλκιδική καί τό Ἅγιον Ὄρος, κατά τόν ὁποῖο ἔπαθαν τεράστιες καταστροφές μοναστήρια, σκῆτες καί κελλιά καί μέ ἀρκετά ἀνθρώπινα θύματα. Τήν ἐποχή ἐκείνη μέσα στό Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ζοῦσε μέ μεγάλη ἄσκηση καί πλούσια λειτουργική ζωή ὁ ξακουστός Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906) καί ἡ συνοδεία του.
Ἡ Θεοτόκος ἡ Ἔγγυήτρια, πού οἰκονόμησε τή σωτηρία τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τί οἰκονόμησε γιά τή σωτηρία τῶν Πατέρων πού ἀσκούνταν στό Σπήλαιο; Οἰκονόμησε, ὁ εὐλαβής Πνευματικός παπᾶ Χαρίτων νά ἐγερθεῖ ἀπό τόν ὕπνο μισή ὥρα γρηγορότερα ἀπό τήν συνηθισμένη ὥρα καί νά ξυπνήσει καί τούς ἄλλους πατέρες, προκειμένου νά ἀρχίσουν τήν Ἀκολουθία τους στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ἐγγυήτριας. Τότε, μέ τό πού ἄρχισε ἡ Ἀκολουθία, ἄρχισε νά σείεται σπήλαιο καί ὀγκωδέστατοι βράχοι ἔπεφταν ἀπό ψηλά μέ τέτοιο κρότο ὥστε νόμιζε κανείς ὅτι ὅλο τό Ὄρος ἔμοιαζε μέ ἡφαίστειο πού ἐκρήγνυτο. Καί τά βράχια πού ἔπεσαν καταπλάκωσαν τό μέρος τοῦ Σπηλαίου ὅπου βρίσκονταν τά κελλιά τῶν πατέρων καί τά παρέσυραν μέχρι τή θάλασσα. Ὅμως οἱ Πατέρες, ἀφοῦ βρίσκονταν ἤδη στό ναό γιά τήν Ἀκολουθία, διαφυλάχθηκαν ἀβλαβεῖς χωρίς νά πάθουν τίποτα. Καί ἀφοῦ τέλειωσε ἡ Ἀκολουθία καί ξημέρωσε, βγῆκαν ἀπό τό Σπήλαιο δοξάζοντας τόν Κύριο καί τήν κυρία Θεοτόκο πού μέ τό θαυματουργικό αὐτό τρόπο τούς εἶχε σώσει.
Οἱ δέ πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀφοῦ συνῆλθαν ἀπό τό φόβο τοῦ σεισμοῦ, ἔστειλαν μερικούς πατέρες μέ ζῶα καί ἱερέα γιά νά δώσουν βοήθεια σέ ὅποιον τυχόν εἶχε γλυτώσει ἀπό τό σεισμό, ὑποθέτοντας ὅτι ἀναμφίβολα δέν θά εἶχε σωθεῖ κανείς. Ὅμως ὅταν κατέβηκαν στό Σπήλαιο, βρῆκαν τούς πατέρες, ὄχι μόνο σώους καί ἀβλαβεῖς, ἀλλά καί ψύχραιμους, παρόλο πού εἶχαν χάσει ὅλα τά ὑπάρχοντά τους ἀπό τήν καταστροφή. Συγκλονισμένοι τότε, ἄκουσαν τούς πατέρες γιά τό παράδοξο θαῦμα τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ ἐκεῖνοι πῆγαν νά τούς ψάλλουν τρισάγια καί ἄλλα νεκρώσιμα τροπάρια, ὡς κεκοιμημένους. Καί ἀναχώρησαν, δοξάζοντας τόν Θεό καί τήν Θεοτόκο, πού, ὅπως καί μέ τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, ἔτσι καί στίς μέρες μας, ἐγγυᾶται τή σωτηρία ὅλων ὅσων μέ εὐλάβεια καί πίστη προστρέχουν στή σκέπη της.
Ἐμεῖς βέβαια, ὡς ἄνθρωποι, δέν φοβόμαστε τίποτε περισσότερο, ὅσο τίς θλίψεις καί τίς δυσχέρειες. Καί εἰδικότερα, τήν τελευταία αὐτή περίοδο, κατά τήν ὁποία ἡ φιλτάτη πατρίδα μας βιώνει σέ ὅλες της τίς διαστάσεις τήν οἰκονομική κρίση, πού εἶναι ὅμως, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ἀποτέλεσμα, τῆς πνευματικῆς κρίσης, πού βιώνει ἀπό δεκαετίες ὁ λαός μας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν φύση της, ἐκτός τοῦ ὅτι νοηματοδοτεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο καί ἔχει μία πνευματική ἀποστολή, συγχρόνως λειτουργεῖ ἐξισορροπητικά στήν κοινωνία. Ἔτσι, ἡ τρέχουσα κοινωνική καί οἰκονομική κρίση πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ κρίση, δηλαδή μέ διάκριση, περίσκεψη, σύνεση καί τήν πρέπουσα ἀποφασιστικότητα.
Ἕνα κλῖμα ἐμπιστοσύνης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ τήν δοκιμασία αὐτή ἀλλά καί κλῖμα ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, θά πρέπει νά εἶναι τό κλῖμα, πού θά πρέπει νά ἐπικρατήσῃ μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα, μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Εὔχομαι ὁλόψυχα, μεταφέροντας καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντός μου, καθηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου καί ὅλων τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὁ Κύριος διά πρεσβειῶν τῆς σήμερα ἑορταζομένης ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καί τῆς Θεοτόκου τῆς Ἐγγυητρίας, νά φωτίζει τό δρόμο μας πρός τή συνάντησή Του κατά τήν λαμπροφόρο ἡμέρα τοῦ Πάσχα.
Χρόνια Πολλά καί Καλήν Ἀνάσταση!

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὀμιλία τοῦ π. Παταπίου στόν ναό Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Χανίων Κρήτης, 31 Μαρτίου 2012.,
Φωτογραφία: Οἱ Ἅγιοι Εὐτυχιανοί. Κρήτη.
φωτογραφία Παταπίου μοναχοῦ.