Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ: «Πνευματικό Ὁδοιπορικό στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων»




Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὅ­που ἡ πί­στη ἀ­νά­βει καί εὐ­ω­χεῖ­ται, ἐ­κεῖ νη­στεύ­ουν οἱ­ κε­ραυ­νοί­ !

Στά 1930, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, ὑπέγραφε ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενό του, πού ἀποτελοῦσε τά Προλεγόμενα στόν ὑπ’ αὐτοῦ ἐκδοθέντα πρῶτο Κατάλογο τῶν Κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ὁ ὁποῖος συντάχθηκε ἀπό τό λόγιο Λαυριώτη ἱερομόναχο Εὐλόγιο Κουρίλα, μετέπειτα μητροπολίτη Κορυτσᾶς καί πού ἐκδόθηκε στό Παρίσι τήν ἴδια χρονιά.
   Στό παρακάτω ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο παραθέτουμε, σέ δική μας νεοελληνική ἀπόδοση, ὁ συντάκτης, ἀφοῦ μᾶς δώσει μία ζωντανή εἰκόνα τοῦ ἄγριου ἀλλά καί φιλόσοφου τοπίου τῶν Καυσοκαλυβίων, μᾶς μεταφέρει νοερά στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐποικίσεώς τους ἀπό τόν μεγάλο Ἁγιορείτη ἡσυχαστή τοῦ 14ου αἰώνα, ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη.
   «Στόν κό­σμο καί ἔ­ξω ἀ­πό τόν κό­σμο, στόν Ἄ­θω καί κά­τω ἀ­πό τόν Ἄ­θω, στούς τρα­χεῖς του πρό­πο­δες πού ἡ μαι­νό­με­νη θά­λασ­σα ἀ­πορ­ρα­πί­ζει ἀ­φρί­ζου­σα, ὑ­ψώ­νε­ται τῆς ἡ­συ­χί­ας ἀ­κρό­πο­λη, ὅ­που βρί­σκε­ται τό μέ­γα πάν­θε­ο τῶν ἀ­ζύ­γων, ἡ ἱ­ε­ρά τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων Σκή­τη.
   Ἐ­ρη­μι­κή βα­σί­λισ­σα πού στήν πέ­τρα τῆς ὑ­πο­μο­νῆς ἔ­χει ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τα στη­ρί­ξει τά πό­δια της, καί πού ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας τό στέμ­μα της τό πε­ρι­αν­θι­σμέ­νο μέ τίς ἀ­σκη­τι­κές κα­λύ­βες πού τήν κυ­κλώ­νουν ὡς ἄλ­λοι ἱ­ε­ροί λί­θοι, βα­σι­λεύ­ει στήν ἔ­ρη­μο, μα­κρυ­ά ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πι­νους ὀ­φθαλ­μούς, ζῶ­σα ἀ­γνο­ού­με­νη, ξέ­νη σ’ αὐ­τή τή ζω­ή, θαυ­μα­στή στήν τα­πεί­νω­ση, πλα­τυ­νό­με­νη στίς θε­ω­ρί­ες τοῦ νοῦ, στε­νού­με­νη στόν ἀ­σκη­τι­σμό. Πά­νω στήν πέ­τρα κα­θή­με­νη καί ἔ­χον­τας ἑ­δρά­σει τούς πύρ­γους τῆς ψυ­χῆς της πά­νω στήν πέ­τρα τῆς πί­στε­ως, ἀ­νυ­ψώ­νε­ται στόν οὐ­ρα­νό μέ τά φτε­ρά τῆς σω­φρο­σύ­νης, ἔ­χον­τας κοι­μή­σει τά πά­θη καί συν­τη­ρῶν­τας τή ψυ­χι­κή της λαμ­πά­δα ἀ­νύ­στα­κτη.
   Κι αὐ­τά πού τήν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν;  Θά­λασ­σα καί φα­ράγ­για καί κρη­μνοί καί βρά­χοι!
  Βρά­χοι αἰ­ώ­νιοι βου­βοί καί γα­λή­νιοι!
  Πῶς ἡ πί­στη μέ τό­σα στό­μα­τα σᾶς ὅ­πλι­σε καί τώ­ρα λα­λοί οἱ ἄ­λα­λοι στά­ζε­τε μυ­στι­κά στά αὐ­τιά μας τό­ση με­λω­δι­κή τερ­πνό­τη­τα πού τήν ψυ­χή κα­τα­νύ­γει;

  Δέ θά τολ­μή­σω νά ἐ­ρευ­νή­σω τά κα­τά φύ­σιν ἀ­κα­τά­λη­πτα οὔ­τε τήν ἄ­βυσ­σο νά κα­τα­με­τρή­σω τῶν μυ­στη­ρί­ων σας κα­θώς αὐ­τό θά ἦ­ταν μά­ται­ο. Πι­στεύ­ω μό­νο, βρά­χοι ἀ­σκη­τι­κοί, στή δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως πού σᾶς ἔ­χει ἱ­ε­ρώ­σει, σᾶς ἔ­χει σφρα­γί­σει μέ ἀ­σκη­τι­κούς ἱ­δρῶ­τες, πού σᾶς ἔ­χει ζω­ο­ποι­ή­σει. Στά σκλη­ρά βά­θη σας καί ἀ­πό τίς ρί­ζες ξε­πή­δη­σαν κλα­διά κι ἀ­πό τά κλα­διά καρ­ποί. Τούς καρ­πούς βλέ­πω τῆς πέ­τρας· τούς καρ­πούς ἀ­πο­λαμ­βά­νω καί εὐ­φραί­νο­μαι. Δέν πο­λυ­πραγ­μο­νῶ στά ὑ­πέρ φύ­σιν τε­λού­με­να. Πι­στεύ­ω τυ­φλά σ’ ὅ­τι βλέ­πω, ἀρ­κοῦ­μαι στήν ἀ­σφά­λεια τῆς ὁ­ρά­σε­ως. Βλέ­πω τήν ἄ­γο­νη στεί­ρα νά κρα­τᾶ στήν  ἀγ­κά­λη της γεν­νή­μα­τα τούς ἑ­πτά ἁ­γί­ους πού ἀ­νέ­δει­ξε ἡ σκή­τη. Βλέ­πω τήν πέ­τρα νά ἀν­θεῖ καί τά ἔ­ρη­μα πα­ρά­δει­σο. Δέν πο­λυ­πραγ­μο­νῶ στά ὑ­πέρ φύ­σιν, ἀρ­κοῦ­μαι στήν ἀ­σφά­λεια τῆς ὁ­ρά­σε­ως.




«Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης». 
Σύγχρονη τοιχογραφία στόν ἱερό ναό Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ἰτέας.


 Τήν γα­λή­νη τῆς ἀ­θω­νι­κῆς ἐ­ρή­μου δι­α­τά­ρα­ξε κά­ποι­α μέ­ρα κρό­τος μυ­στη­ρι­ώ­δης βη­μα­τί­ζον­τος ἀ­σκη­τοῦ. Γέ­ρον­τας πού ἔ­σερ­νε τά ρά­κη πού φο­ροῦ­σε ὡς χλα­μύ­δα πο­λε­μι­στοῦ, στη­ρι­ζό­με­νος σέ ρα­βδί, πε­ρι­φε­ρό­ταν συ­νο­φρυ­ο­μέ­νος πε­ρι­σκο­πῶν­τας τά πά­νω, τά κά­τω. Ἀ­νέ­βη­κε, κα­τέ­βη­κε καί κα­τά­κο­πος ἀ­νέ­παυ­ε κά­τω ἀ­πό τίς καυ­στι­κές τοῦ ἥ­λιου ἀ­κτί­νες τό κα­τα­πο­νη­μέ­νο καί λι­πό­σαρ­κο σῶ­μα του. Ἔ­πει­τα ση­κώ­θη­κε νά ἐ­ρευ­νή­σει γιά στα­λαγ­μούς ὑ­δά­των πρός δρο­σι­σμό τῆς γλώσ­σας· πη­γή που­θε­νά· ὁ καύ­σω­νας πο­λύς. Ἀγ­κά­θια ἀ­πο­ψι­λω­μέ­να μέ­σα στίς σχι­σμά­δες τῶν χα­ρα­δρῶν καί τῶν βρά­χων, ἔ­κλι­ναν μέ­σα τους θλι­βε­ρά τή δρό­σο πού τήν ἐ­παι­τοῦ­σαν ἀ­κό­μα κι αὐ­τά.
   Ὁ γέ­ρον­τας ἀ­φοῦ στέ­να­ξε, ὕ­ψω­σε τό βλέμ­μα πρός τόν οὐ­ρα­νό καί ἀ­φοῦ ἔ­κλι­νε τά γό­να­τα ἄρ­χι­σε νά προ­σεύ­χε­ται. Λι­βα­νι­ζό­ταν γιά πρώ­τη φο­ρά ἡ ἔ­ρη­μος αὐ­τή μέ τό θυ­μί­α­μα τῆς προ­σευ­χῆς καί σφρα­γι­ζό­ταν χρι­στι­α­νι­κά μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ.
   Ἀ­φοῦ στή­ρι­ξε τά κλο­νι­ζό­με­να μέ­λη του πά­νω στή ρά­βδο, ση­κώ­θη­κε ὁ ἀ­σκη­τής καί ἀ­φοῦ βύ­θι­σε τό βλέμ­μα στίς σχι­σμές τῆς ἐ­ρή­μου εἶ­πε: τήν ἔ­ρη­μο αὐ­τή, ὅ­που στε­νά­ζει ἡ ἄ­καν­θα ἄ­τε­κνη, θά κα­τα­στή­σω – μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ - τήν πιό εὐ­πρε­πή τοῦ κό­σμου καί τούς φο­βε­ρούς βρά­χους της θά με­τα­στρέ­ψω σέ ἱ­ε­ρούς λί­θους πού κα­θώς θά κυ­λοῦν, θά συν­τρί­βουν τά ὀ­χυ­ρώ­μα­τα τῆς πλά­νης.
  Ἦ­ταν ὁ ἀ­σκη­τής Μά­ξι­μος, ὁ χλευα­στής τῆς σάρ­κας· αὐ­τός πού πε­ρι­φρό­νη­σε τήν ἡ­δυ­πά­θεια τοῦ κό­σμου· αὐ­τός πού μα­ζί μέ τήν κα­λύ­βη του ἔ­και­γε καί τά ἀγ­κά­θια τῶν πα­θῶν· ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης Μά­ξι­μος.
   Στήν ἔ­ρη­μο, σάν ἀ­η­δό­νι ἐ­ρη­μι­κό, ἔ­πη­ξε τήν πρώ­τη φω­λιά καί στήν πέ­τρα ἔ­στη­σε τήν κα­τοι­κί­α του, ἀ­φοῦ στέ­νω­σε κά­τω τό σῶ­μα. Ἔ­ξω ἀ­πό τήν κα­λύ­βη του σκλη­ρα­γω­γοῦ­ταν καί ἀ­φοῦ ἄ­πλω­σε τίς ψυ­χι­κές του πτέ­ρυ­γες, ἄρ­χι­σε νά τρέ­χει πρός τά πά­νω ὡς πε­ζο­πό­ρος ἀ­έ­ριος.

Ἡ ἀ­πά­τη­τη καί παρ­θε­νι­κή ἔ­ρη­μος κα­τα­κτή­θη­κε καί ἡ κα­τε­ψυγ­μέ­νη γῆ δε­χό­ταν ψε­κά­δες πα­ρά­δο­ξης δρο­σιᾶς, τούς πρώ­τους στα­λαγ­μούς τῶν δα­κρύ­ων τῆς ἀ­σκή­σε­ως. Ὁ γέ­ρον­τας λου­ζό­ταν στά ἀ­σκη­τι­κά δά­κρυ­α καί ἔ­πλε­νε μ’ αὐ­τά τίς κη­λί­δες τῆς ψυ­χῆς. Ὁ ὀ­ρε­σί­τρο­φος πό­τι­ζε τόν ἀ­σκη­τι­κό τῆς εὐ­σέ­βειας σπό­ρο μέ τά ἴ­δια του τά δά­κρυ­α γιά νά κο­σμη­θεῖ ἡ ἔ­ρη­μος θε­ό­πνευ­στα βό­τα­να, μέ τά ἄν­θη τῶν πό­νων, μέ τά κρῖ­να τά εὐ­ώ­δη καί τί­μια. Ρι­ζω­μέ­νος βα­θειά στή πί­στη καί ἀ­δι­ά­στα­τος ἀλ­λά ἄ­στα­τος στούς λο­γι­σμούς, με­τα­κι­νοῦ­ταν δια­ρκῶς ἀ­πό τό­πο σέ τό­πο, ἀ­πό τούς βρά­χους στίς χα­ρά­δρες, ἀ­πό τά σπή­λαι­α στούς κρη­μνούς, κτί­ζον­τας καί καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες, ὑ­πο­χω­ρῶν­τας στά ἄ­βα­τα καί προ­κα­θα­ρί­ζον­τας τήν καρ­διά του μέ τήν ἄ­σκη­ση, μέ­χρι πού πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή στήν ἔ­ρη­μο, ἔ­χον­τας ὅ­μως πρῶ­τα ἁ­γιά­σει τόν τό­πο μέ τούς κό­πους τῆς ἀ­σκή­σε­ως.

Καί νά! Σέ σύν­το­μο χρό­νο ἡ πρίν ἄ­τε­κνη καί στεῖ­ρα ἔ­ρη­μος, ἔ­χον­τας εὐ­λο­γη­θεῖ μέ τά ἱ­ε­ρά πα­λαί­σμα­τα τοῦ Καυ­σο­κα­λύ­βη ἀ­σκη­τῆ, κα­τα­πυ­κνώ­θη­κε καί γέ­μι­σε ἀν­θρώ­πους. Ἡ φή­μη του ὡς μα­γνη­τι­κή βε­λό­να προ­σείλ­κυ­σε στί­φη μο­να­χῶν πού πρό­κρι­ναν τήν ἔ­ρη­μο ἀ­πό τήν τερ­πνό­τη­τα τοῦ βί­ου. Ὑ­περ­βαί­νον­τας κι αὐ­τοί τά μέ­τρα τῆς φύ­σε­ως καί τά τεί­χη τῶν ἡ­δο­νῶν ὑ­περ­πη­δῶν­τας, ἔ­φευ­γαν ἀ­πό τόν κό­σμο, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τήν ἡ­δυ­πά­θεια καί πε­ρι­φρο­νῶν­τας τίς ἀ­πο­λαύ­σεις.
   Καί ἔ­γι­νε πό­λη ἡ ἔ­ρη­μος καί ἱ­δρύ­θη­καν κα­λύ­βες καί σκή­τη, να­οί καί ἡ­συ­χα­στή­ρια, ἐρ­γα­στή­ρια τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀ­νά­κτο­ρα τῆς φι­λο­πο­νί­ας, πύρ­γοι τῆς πί­στε­ως ἀ­σά­λευ­τοι, τε­μέ­νη θεί­ας λα­τρεί­ας, πο­λί­σμα­τα πο­λι­τεί­ας θε­ά­ρε­στης, κα­τα­φύ­για σε­μνά κά­θε ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας καί ἐ­νά­ρε­της πρά­ξης.
 (­.­.­.) Ἡ ἀ­θω­νι­κή κο­ρυ­φή ἀ­πό αἰ­ώ­νες πε­ρι­φρο­νεῖ τούς κε­ραυ­νούς, καί τίς μα­νι­ώ­δεις ὀρ­γές τους λε­πταί­νει σέ σκό­νη. Ὅ­που ἡ πί­στη ἀ­νά­βει καί εὐ­ω­χεῖ­ται, ἐ­κεῖ νη­στεύ­ουν οἱ­ κε­ραυ­νοί­ !».

Ἀποσπάσματα ἀπό Ὁμιλία τοῦ συγγραφέα στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ἰτέας, τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος, κατά τό Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2016, μέ θέμα «Πνευματικό Ὁδοιπορικό στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων». Μετά τήν Ὁμιλία, μεταδόθηκε δοκιμαστικά σέ πρώτη προβολή βιντεοταινία μέ τήν ἱστορία τῆς ἱερᾶς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.