Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Κάλλιστος Πατριάρχης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Κάλλιστος Πατριάρχης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἡ παράδοση περί ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο μέσα
ἀπό τά Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τή χειρόγραφη παράδοση




   «Τό βουνό αὐτό (ὁ Ἄθως) εἶναι μεγάλο καί ψηλό καί ξακουστό ἀπό παλιά, γεμάτο καρποφόρα δένδρα, καί πολύ πλούσιο σέ πηγές. Βρίσκεται στήν Ἄσπρη Θάλασσα (τό Αἰγαῖο δηλαδή) κι ἀπό ἐκεῖ φαίνεται σάν νησί, γιατί τριγύρω ἔχει θαλασσινό νερό. Μόνο ἀπό τήν βορεινή πλευρά στενεύει ... ἐκεῖ ὅπου ἑνώνεται μέ τήν μεγάλη γῆ τῆς Θράκης καί τῆς Μακεδονίας... Ἀπό τό Ὄρος, ἡ Κωνσταντινούπολη καί δύο-τρία νησιά βρίσκονται πρός τήν Ἀνατολή... Ὅλα τά ἄλλα νησιά τῆς Ἄσπρης Θάλασσας καί ἡ Κύπρος ... βρίσκονται νοτίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
 Αὐτά σημείωνε (σέ ἑλληνική μετάφραση) στά 1745 ὁ ρώσος περιηγητής ἀπό τό Κίεβο μοναχός Βασίλειος Γκρηγκόροβιτς Μπάρσκι κατά τό δεύτερο ταξίδι του στόν Ἄθωνα ὁ Μπάρσκι, πού δέκα χρόνια πρίν, εἶχε βρεθεῖ στήν Κύπρο περιηγούμενος στά μοναστήρια της καί ἀφήνοντάς μας, ὡς παρακαταθήκη, τίς πολύ χρήσιμες γιά τήν ἔρευνα σχεδιαστικές ἀπεικονίσεις τους.
   Καί συνεχίζει ὁ Μπάρσκι, καταγράφοντας τίς περί τῆς Θεοτόκου παραδόσεις, πού συνάντησε στόν Ἄθωνα: «Μετά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐν δόξῃ ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς, ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μοίρασαν μέ κλῆρο τά πέρατα τῆς γῆς, γιά τό κήρυγμα τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου πίστεως, ἔλαβε μέρος καί ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος καί τῆς ἔλαχε ὡς κλῆρος τό ὄρος τοῦτο τοῦ Ἄθωνος, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο μαρτυρεῖται στό βιβλίο Πρόλογος, πού τυπώθηκε στό Πετσόρκ (τή Λαύρα τοῦ Κιέβου δηλαδή), στό βίο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου».
    Βαθειά πεποίθηση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναστῶν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἦταν καί παραμένει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού φυλάει τόν Ἄθωνα καί τούς ἀσκούμενους σ᾿ αὐτό πατέρες, ἐπαγρυπνώντας καί πρεσβεύοντας γι᾿ αὐτούς. Ἀφορμή γι᾿ αὐτό στάθηκαν οἱ ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ἡ κυρία Θεοτόκος στόν πρῶτο ἀθωνίτη ἅγιο, ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅπως αὐτές καταγράφηκαν στό Βίο του, ἀλλά καί στό Ἐγκώμιο πρός αὐτόν πού συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀλλά καί σέ διάφορες διηγήσεις γιά τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί τήν δωρεά τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου σ᾿ αὐτήν ἀπό τόν υἱό της.
Ἀπόηχους τῶν διηγήσεων γιά τά παραπάνω βρίσκουμε καί σέ ἀρκετά ἔργα τοῦ λογίου μοναχοῦ τοῦ 19ου αἰώνα Ἰακώβου Νεασκητιώτου, ὅπως, γιά παράδειγμα, στό κείμενο «Περί τοῦ κλήρου τῆς Θεοτόκου Ἄθω»,  ὅπου ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του ἀπό τήν Ρώμη, κι ἐνῶ βρισκόταν στό πλοῖο εἶδε σέ ὅραμα «τήν Πανάχραντον Θεοτόκον μετά τινος ὑπερβαλλούσης αἴγλης» μαζί μέ τόν ἅγιο Νικόλαο Μύρων, ὁ ὁποῖος τῆς ζήτησε νά ὑποδείξει στόν Πέτρο «τόπον, ἐν ᾧ τόν ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς αὐτοῦ διατελέσει χρόνον, τά φίλα τῷ Θεῷ διαπράττων». Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ἡ Θεοτόκος ἀποκρίθηκε στόν ἅγιο Νικόλαο ὅτι, «ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ, ὅπερ εἴληφα εἰς κλῆρον ἐμόν, αἰτησαμένη παρά τοῦ υἱοῦ μου καί Θεοῦ μου», διατυπώνοντας καί τίς λοιπές γνωστές ὑποσχέσεις της τόσο πρός τόν ὅσιο Πέτρο ὅσο καί πρός ὅλους τούς «τῶν κοσμικῶν ἀναχωροῦντες συγχύσεων καί τῶν πνευματικῶν ὅσῃ δυνάμει ἀντεχομένους» μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
     Ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἀνίχνευση τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔχει τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν διηγήσεων πού καταγράφουν τίς πατριογραφικές ἁγιορειτικές παραδόσεις, ὅπως τό προαναφερθέν κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου. Οἱ παραδόσεις αὐτές ἀφοροῦν στίς ἀπαρχές τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τήν ἵδρυση τῶν μοναστηριῶν, τίς θαυματουργές εἰκόνες ἀλλά καί σέ γεγονότα πού φέρονται νά συνέβησαν στόν Ἄθωνα κατά τήν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική διαδρομή του. Οἱ διηγήσεις αὐτές ἐντάχθηκαν μέ ἀρκετή καθυστέρηση στόν χάρτη τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ πρῶτες ἀναφορές ἔγιναν μόλις στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀπό τόν Μανουήλ Γεδεών, πού δημοσίευσε τό 1885 μιά σειρά ὀκτώ διηγήσεων ὑπό τόν τίτλο: Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω ἐκ παλαιῶν ἱστοριῶν καί ἀπό τόν Σπυρίδωνα Λάμπρο, πού δημοσίευσε τό 1912 συλλογή κειμένων ὑπό τόν τίτλο: Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω. Ἀνάμεσα στά κείμενα αὐτά βρίσκουμε καί τό ἐπιγραφόμενο: Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους τά λεγόμενα Πάτρια, στό ὁποῖο γίνεται ἀναφορά καί στό ταξίδι τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα ἀλλά καί στήν Κύπρο.


      Ἄν καί δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ μέχρι σήμερα μία συστηματική καταγραφή τοῦ συνόλου τῆς χειρόγραφης πατριογραφικῆς παράδοσης, ἐν τούτοις ἔχει ἐπισημανθεῖ ἕνας ἱκανός ἀριθμός χειρογράφων κωδίκων, οἱ παλαιότεροι ἀπό τούς ὁποίους χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰώνα. Γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ἀπό καταγραφές τῶν Κρίτωνος Χρυσοχοΐδη, Antonio Rigo, Νικολάου Λιβανοῦ, ἀλλά καί τοῦ ὑποφαινόμενου, ὀκτώ κώδικες πού χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰώνα, δέκα ἐννέα κώδικες πού χρονολογοῦνται στόν 17ο, ἑπτά στόν 18ο αἰώνα καί ἀρκετούς πού χρονολογοῦνται στόν 19ο αἰώνα. Θά πρέπει ὅμως νά ληφθεῖ ὑπόψιν τό γεγονός ὅτι οἱ παραδόσεις αὐτές, προτοῦ καταγραφοῦν ἐγγράφως, μεταδίδονταν προφορικά ἀπό τούς μοναχούς πολύ πρίν, ἀπό γενιά σέ γενιά.
      Ὅσον ἀφορᾶ στήν κυπριακή χειρόγραφη παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο μετά τό ταξίδι της στόν Ἄθωνα, ἀπό τήν μέχρι σήμερα ἔρευνά μας, προκύπτουν συνοπτικά τά παρακάτω δεδομένα, πού βασίζονται κυρίως στίς σχετικές μέ τό θέμα μελέτες, ἀπό τήν παλαιότερη, τοῦ Χαρίλαου Παπαϊωάννου στά Κυπριακά Χρονικά, πρίν ἀκριβῶς ἑκατό χρόνια  (1912) μέχρι τίς πρόσφατες. Βάσει αὐτῶν, ἡ σωζόμενη κυπριακή χειρόγραφη παράδοση παρουσιάζεται ἰδιαίτερα πτωχή, καθώς πέρα ἀπό τήν πολύ σημαντική πληροφορία τοῦ Χαριλάου Παπαϊωάννου τό 1911 καί τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τό 1923, περί ἑνός χειρογράφου τοῦ 15ου αἰώνα, πού προερχόταν ἀπό τή βιβλιοθήκη τοῦ Χριστοδούλου Ἀντωνιάδη Γεννᾶ ἐκ Κυθραίας, ἔχουν καταγραφεῖ δύο ἐπιπλέον κώδικες. Ὁ πρῶτος τοῦ ἔτους 1732/1733, τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Καρπασίας, τοῦ ὁποίου γραφέας εἶναι ὁ μοναχός τῆς μονῆς Ἀκάκιος Τά περιεχόμενα τοῦ κώδικα αὐτοῦ ἀνέλυσε πρόσφατα ὁ Γεώργιος Κάκκουρας, ἐνῶ δημοσίευση τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ κώδικα πού ἀναφέρεται στόν ἐρχομό τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο καί σέ νεοελληνική μετάφραση ἔχουμε ἀπό τόν Κυριάκο Χατζηιωάννου, Ἡ ἀρχαία Κύπρος εἰς τάς ἑλληνικάς πηγάς. Ὁ δεύτερος κώδικας εἶναι πάλι τοῦ 18ου αἰώνα, διά χειρός τοῦ κυπρίου γραφέα, ἀρχιμανδρίτου Παϊσίου, μετέπειτα ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, καί ἐμπεριέχεται σέ χειρόγραφο πού ἀνῆκε στόν καθηγητή τοῦ Ἐμπορικοῦ Λυκείου Λάρνακας Π. Μητρόπουλο.
    Στό «Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (10ος-12ος αἰ.) ἀναφέρεται πώς ὁ Λάζαρος «ἔζησε μετά τό ἐκ νεκρῶν αὖθις ἀναβιῶσαι ἔτη δεκαοκτώ, προχειρισθείς ἐπίσκοπος ἐν τῇ εἰρημένῃ Κιτιαίων πόλει παρά Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου». Στό Συναξάριο τοῦ Τριωδίου ἀναφέρεται ὅτι στήν Κύπρο ὁ Λάζαρος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κιτίου ἀπό τούς ἀποστόλους Βαρνάβα, Παῦλο καί Μάρκο καί ὅτι τό ὠμοφόριό του τοῦ τό χάρισε ἡ Θεοτόκος πού τό ἔφτιαξε μέ τά ἴδια της τά χέρια.
    Τόν 16ο αἰ., στό πολύ δημοφιλές ἔργο Θησαυρός τοῦ Δαμασκηνοῦ Στουδίτου, ἐπισκόπου Ρεντίνης, καί πιό συγκεκριμένα, στήν ἀναφορά στόν ἅγιο Λάζαρο, ἔχουμε τήν πρώτη δημοσιευμένη ἔντυπη ἀναφορά τῆς παραδόσεως, πώς ὄχι μόνο ἡ Θεοτόκος δώρισε στόν πρῶτο ἐπίσκοπο Κιτίου Λάζαρο τό ὠμοφόριό του, ἀλλά καί ὅτι ἡ δωρεά αὐτή ἔγινε ἀπό τήν ἴδια τήν Θεοτόκο κατά τήν ἐπίσκεψή της στήν Κύπρο: «Ἐκεῖ (στήν Κύπρο, δηλαδή) λέγουσιν ὅτι ἡ Παναγία ἀκόμη ὅταν ἦτο σωματικῶς εἰς τήν γῆν, τοῦ ὑπῆγεν ἕνα ὠμόφορον, τό ὁποῖον ὠμόφορον ἡ Παναγία μοναχή της τό ἔκαμε μέ τά χέρια της». Πρόκειται γιά μνεία πού ἀσφαλῶς προϋποθέτει τήν ὕπαρξη σχετικῆς παλαιότερης τοῦ 16ου αἰ. προφορικῆς ἤ γραπτῆς παραδόσεως.
    Τό σχετικό κείμενο πού μετέγραψε ὁ μοναχός Ἀκάκιος στόν ἤδη ἀναφερθέντα κώδικα τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Καρπασίας, φέρει τόν τίτλο: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους, τά λεγόμενα Πάτρια καί ἀπόδειξις ὅτι πώς ἦλθεν ἡ κυρά δέσποινα Θεοτόκος ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ εἰς χώραν Λάρναξ». Τό πρῶτο μέρος τοῦ σύνθετου αὐτοῦ τίτλου ἀναπαράγει τήν ἐπιγραφή πού φέρουν τά περισσότερα ἀπό τά ἀθωνικά χειρόγραφα μέ τό ἴδιο θέμα, ἐνῶ τό δεύτερο μέρος, σκοπό ἔχει νά προβάλλει τήν σχετική περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο παράδοση.
    Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ κειμένου του, ὁ μοναχός Ἀκάκιος, σημειώνει, ἐπιστρατεύοντας τήν προαναφερθεῖσα ἀναφορά τοῦ Δαμασκηνοῦ Στουδίτου: «Ὅτι πώς ἦλθεν ἡ Παναγία εἰς τήν Κύπρον καί ἤφερεν τοῦ ἁγίου Λαζάρου ὠμοφόριον τό μαρτυρεῖ καί σοφώτατος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης εἰς τό βιβλίον του, ὅπου τό ὀνόμασε Θησαυρόν εἰς τό Συναξάρι τοῦ ἁγίου Λαζάρου εἰς τό τέλος τοῦ αὐτοῦ συναξαρίου ἀμήν».
    Στή συνάφεια αὐτή, θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ Θεοτόκος Ἄξιόν Ἐστιν, ἀπό εἰκονογραφικῆς ἀπόψεως εἶναι τοῦ τύπου τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου, μία παραλλαγή δηλαδή τῆς Ἐλεοῦσας πού ὡς γνωστόν φυλάσσεται στή μονή Κύκκου, ἐδῶ στήν Κύπρο. Μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ἀναμένουμε τήν μελλοντική ἔρευνα νά δώσει μία πειστική ἀπάντηση στό ἐρώτημα γιατί ἡ περισσότερο τιμώμενη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους υἱοθέτησε ἕναν εἰκονογραφικό τύπο πού συνδέεται ἄμεσα μέ τήν Κύπρο. Θά μποροῦσε ἄραγε ἡ παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου τόσο στόν Ἄθωνα ὅσο καί στή μεγαλόνησο νά σχετίζεται μέ αὐτό τό ἐρώτημα;

    Στή συνέχεια τῆς εἰσηγήσεώς μας, καί ἐντελῶς συνοπτικά θά ἀναφερθοῦμε, ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα, σέ μία ἀπό τίς πολλές καταγεγραμμένες στήν ἀθωνική παράδοση παραλλαγές τῆς διηγήσεως, ἡ ὁποία ἐξιστορεῖ τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί ἐν συνεχείᾳ στήν Κύπρο. Διηγήση, πού μᾶς παρέδωσε μεταφρασμένη «εἰς κοινήν ἡμετέραν διάλεκτον» ὁ προαναφερθείς μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης. Ὁ Ἰάκωβος ὑπῆρξε ὁ παραγωγικότερος Ἁγιορείτης γραφέας ἀλλά καί ὁ πολυγραφέστερος Ἁγιορείτης συγγραφέας κατά τόν 19ο αἰώνα μέ εὐρύ πεδίο συγγραφῆς, ἀπό τήν ὑμνογραφία καί τή μετάφραση σέ ἁπλούστερη γλώσσα ἁγιολογικῶν, πατερικῶν καί ἀσκητικῶν κειμένων ὥς τήν ἁγιορειτική ἱστορία καί τά θεολογικά καί ἀντιρρητικά του κείμενα.
    Τό ἔργο στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε ἐπιγράφεται Διήγησις παλαιά σωζομένη ἐν χειρογράφοις ἑλληνιστί, παρά δέ τῇ σθλαβικῇ καί δακικῇ ἤτοι βλαχομποδανικῇ ἐντύποις ἐκδεδομένη, ἀφ᾿ ἧς ἡ παρούσα μετεφράσθη εἰς κοινήν ἡμετέραν διάλεκτον, ὅπως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦλθεν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος ἔτι ζῶσα ὡς κλῆρον αὐτῇ δοθέντος. Πρόκειται γιά ἀνέκδοτο μεταφραστικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου, τό ὁποῖο συντάχθηκε στά 1847-1848, στό πλαίσιο τῆς περίφημης Ἀθωνιάδος του, πού ἀφορᾶ στήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθωνα μέχρι τίς μέρες του.
    Διήγησις ἀρχίζει μέ τήν συγκέντρωση τῶν Ἀποστόλων στήν οἰκία τοῦ Ζεβεδαίου ὅπου παρίστατο καί ἡ Θεοτόκος, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν, θέλοντας νά ἐφαρμόσουν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, νά βάλουν κλῆρο ὥστε νά φανεῖ σέ ποιό μέρος τῆς γῆς ἔπρεπε ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς νά πορευθεῖ, γιά νά «μαθητεύσει τά ἔθνη». Στή Θεοτόκο ἔπεσε ὁ κλῆρος τῆς Ἰβηρίας. Λίγο πρίν ξεκινήσει ὅμως γιά τήν ἀποστολή της, παρουσιάσθηκε σ᾿ αὐτήν ἄγγελος Κυρίου καί τῆς εἶπε νά μήν ἀναχωρήσει ἀκόμη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ μέχρις ὅτου φανεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
    Στή συνέχεια ἡ Διήγησις μεταφέρεται στήν Κύπρο ὅπου βρισκόταν ὁ Λάζαρος, τόν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ὁ Κύριος, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», πού ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν καθώς πολλοί πίστευσαν ἐξ αἰτίας τῆς ἀναστασεώς του. Ἐκεῖ ὁ Λάζαρος εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν ἀπόστολο Βαρνάβα ἐπίσκοπος τῆς Λάρνακας. Ἐπιθυμώντας νά συναντηθεῖ μέ τήν Θεοτόκο, τῆς μήνυσε νά μεταβεῖ στήν Κύπρο, ἀφοῦ ἐκεῖνος φοβόταν νά ἐπιστρέψει στήν Ἱερουσαλήμ. Μετά τήν ἀποδοχή τῆς πρόσκλησης ἀπό τήν Θεοτόκο, ὁ Λάζαρος ἔστειλε πλοῖο στήν Ἰόππη γιά νά τήν παραλάβει. Κατά τό ταξίδι ἡ Θεοτόκος εἶχε συνταξιδιῶτες τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο, τόν Πρόχορο καί μερικούς ἀπό τούς ἑβδομήκοντα ἀποστόλους. Διαβάζουμε στό κείμενο:
  Ὁ δέ Λά­ζα­ρος ὁ τε­τρα­ή­με­ρος καί φί­λος τοῦ Χρι­στοῦ, εὑ­ρί­σκε­το ἐν τῇ νή­σῳ Κύ­πρου, ἀ­να­χω­ρή­σας δι­ά τόν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, οἵ­τι­νες ἐ­ζή­τουν ἀ­πο­κτεῖ­ναι αὐ­τόν, ὅ­τι πολ­λοί δι᾿ αὐ­τόν ἐ­πί­στευ­σαν εἰς τόν ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στά­ντα Χρι­στόν. Χει­ρο­το­νη­θείς δέ πα­ρά τοῦ ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ειν ἐν μι­ᾷ τῶν πό­λε­ων, τῇ νῦν κα­λου­μέ­νῃ Λάρ­να­κα. Ἐ­πε­θύ­μει δέ ἰ­δεῖν καί ἀ­πο­λαύ­σαι τήν δέ­σποι­ναν Θε­ο­τό­κον ἐν τῷ πα­ρό­ντι βί­ῳ καί φο­βού­με­νος ἀ­πελ­θεῖν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­μή­νυ­σε τῇ Θε­ο­τό­κῳ τόν πο­λύν πό­θον ὅν εἶ­χε τοῦ ἰ­δεῖν αὐ­τήν ἔ­τι ἅ­παξ ζῶ­σαν. Ἀντέγραψε δέ πρός αὐτόν ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου τοῦ ἀποστεῖλαι πλοῖον εἰς Ἰόππην, καί κατελθεῖν αὐτήν τοῦ διαπλεῦσαι πρός αὐτόν εἰς Κύπρον. Καί ἑτοιμάσας ὠμοφόριον καί ἐπιμανίκια, οἰκείαις χερσίν πλέξας αὐτά, ἐλθόντος τοῦ πλοίου, κατέβη μετά τοῦ θεολόγου Ἰωάννου καί τινων μαθητῶν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, καί Προχόρου, ἀνέβησαν εἰς τό πλοῖον.
Στή μέση ὅμως τοῦ πελάγους σηκώθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή πού παρέσυρε τό πλοῖο μέχρι τό ὄρος Ἄθως. Ἐκεῖ τό πλοῖο προσώρμισε στό λιμάνι τοῦ Κλήμεντος. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρίσκονταν στόν Ἄθωνα εἰδωλεῖα καί βωμοί τοῦ Ἀπόλλωνα, στόν ὁποῖο οἱ κάτοικοι «εἶχον μεγάλην εὐλάβειαν». Μέ τό πού ἔφθασε ὅμως τό πλοῖο, τά εἴδωλα ἄρχισαν νά κράζουν καί νά καλοῦν τούς ἀνθρώπους νά κατέβουν στό λιμάνι γιά νά προσκυνήσουν τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ κάτι πού ἀμέσως ἔγινε. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος κήρυξε τό εὐαγγέλιο μέ ἀποτέλεσμα νά πιστέψουν ὅλοι τους στόν Χριστό. Τήν ἴδια στιγμή σημειώθηκαν καί πολλά θαύματα καί θεραπεῖες ἀσθενῶν. Τότε ἡ Θεοτόκος εὐλόγησε τό Ὄρος λέγοντας, «οὗτος ὁ τόπος μένει εἰς κλῆρον ἐμόν εἰς τό αἰῶνα καί ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος κατασκηνώσει ἐν αὐτῷ». Εἶπε δέ καί ὑποσχέθηκε καί ἄλλα πολλά καί στή συνέχεια, ἀφοῦ ἄφησε ἕνα μαθητή της νά «μείνῃ εἰς τό Ὄρος ἱερατεύειν τά θεῖα μυστήρια καί διδάσκειν τόν λαόν καί στηρίζῃ τούς νεοφωτίστους», ἀνέβηκε πάλι στό πλοῖο καί ἀναχώρησαν γιά τήν Κύπρο ὅπου ἔφθασαν «αὐθημερόν». Στή συνέχεια ἡ Διήγηση περιγράφει τή συνάντηση τῆς Θεοτόκου μέ τόν Λάζαρο στήν Κύπρο ὅπου ἡ Θεοτόκος παρέμεινε λίγες μέρες πρίν ἐπιστρέψει στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί ἐκοιμήθη «ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει». Διαβάζουμε στό κείμενο:
Ὁ δέ Λάζαρος εὑρίσκετο εἰς μεγάλην λύπην καί ἀθυμίαν διά τήν ἀργοπορίαν τῆς ἐλεύσεως τοῦ πλοίου, ὑποπτευόμενος μήπως καί συνέβη ναυάγιον, μή γινώσκον τά διαπραχθέντα ὑπό τῆς θείας δυνάμεως. Ὡς δέ ἄφνω εἶδε τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον ἐλθοῦσαν πρός αὐτόν, ὑπερεχάρη λίαν καί προσκυνήσας αὐτήν ὑπεδέξατο χαίρων. Ἡ δέ ἁγία Θεοτόκος τοῦ ἐπρόσφερε τά ἱερά δῶρα, ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῆς χειρῶν, ἕνα ἱερόν στιχάριον καί ἕν ἅγιον ὠμοφόριον, ὁποῦ ἐπιτηδείως αὐτοχείρως ἔπλεξε καί ἐπιμανίκια. Ὑποδεξάμενος δέ αὐτήν εὐλαβῶς ὁ ἱερός Λάζαρος τοῦ ἐδιηγήθη ἡ Θεοτόκος τά ὅσα ἐκ θείας προνοίας καί δυνάμεως ἔγιναν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος. Τά ὁποῖα ἀκούσας ὁ Λάζαρος ἐθαύμασε καί ἐδόξασε τόν Θεόν, τόν οἰκονομοῦντα παράδοξα κατά τήν θείαν Του βούλησιν. Μείνασα δέ ἱκανάς ἡμέρας ἡ Θεοτόκος εἰς Κύπρον συνηδομένη τῷ δικαίῳ Λαζάρῳ, ἐν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς αὐτοῦ καί εὐλογήσασα τοῦ ἐκεῖσε πιστούς, καί ἰάσεις τελέσασα τοῖς πιστῶς αὐτῇ ἔπλευσε πρός Ἰόππην, καί ἐπανῆλθεν εἰς τήν Ἱερουσαλήμ καί ἔμεινεν ἐν τῇ ἁγίᾳ Σιών εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Ζεβεδαίου πατρός τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου. Καί ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει ἐκοιμήθη ἡ Θεοτόκος.
Ὁ συντάκτης στή συνέχεια μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ταῦτα ἔγραψεν ὁ Μοναχός Στέφανος ἁγιορείτης περί τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅτι ἦλθεν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος καί ἐκήρυξεν, ὅτι θέλει μένει ἡ δύναμις τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς κηρύγματος μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. ὅτε τό οἰκουμενικόν κήρυγμα τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων ἐξασθενήσῃ διά τό ψυχρανθῆναι τήν ἀγάπην τῶν πολλῶν, καί πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, τότε ἡ τελείωσις τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου νά διαμένῃ ἐν τῷ Ὄρει κατά μέρος εἰς τούς ἔχοντας ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῶν τόν θεῖον φόβον ἐγκυμονοῦντα.». 
Εἶναι φανερό ὅτι γράφοντας τά παραπάνω ὁ Ἰάκωβος εἶχε κατά νοῦν τίς τυχόν ἐκφράσεις δυσπιστίας πού θά δημιουργοῦσε ἡ ἐξιστόρηση περί τοῦ θεομητορικοῦ ταξιδιοῦ στόν Ἄθωνα, γι᾿ αὐτό καί ἐπιστράτευσε ἐκ τῶν προτέρων ὅσα ντοκουμέντα μποροῦσε νά ἀντιπαραθέσει ὥστε νά διαλυθοῦν οἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις ἀπό τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἔργου του.
 Σέ ἕνα ἄλλο χειρόγραφο πού παραδίδει τό ἱστορικό περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔργο του Ἀθωνιάς διαφαίνεται ἐντονότερη ἡ ἀγωνία του γιά τήν ἀποδοχή τῆς ἐξιστορήσεώς του περί τῆς θεομητορικῆς παρουσίας στόν Ἄθωνα. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἀρκούντως ἀποδείξαντες περί τοῦ ὄρους Ἄθω ὅτι κλῆρος τῆς Θεοτόκου ἐδόθη αὐτῇ ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕπεται νά ἀποδειχθῇ καί πῶς καί πότε ἀπεκληρώθη αὐτῇ, ὡς εἰς πολλά σωζόμενα // χειρόγραφα βιβλία εὑρίσκεται γεγραμμένον, ἐν τε τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἐν τῇ Φιλοθέου, Κωνσταμονίτου, Σταυρονικήτα, ἐν διαφόροις ἄλλαις Μοναῖς, σκήταις, καί κελλία. Ἐν δέ τῇ τοῦ Ζωγράφου εὑρίσκεται ἐν τύποις εἰς βιβλίον τετυπωμένον σθλαβιστί.
(Ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι πρῶτος πού ἔκανε λόγο στούς Ρώσους περί τῆς ἰδιαίτερης προστασίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τήν Θεοτόκο, θεωρεῖται ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός ὁ Βατοπαιδινός τόν 16ο αἰ.)
    Καί συνεχίζουμε στό κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου: Ὡσαύτως καί εἰς δακικήν οὐγγροβλαχικήν διάλεκτον εἴδομεν ἐν τύποις βιβλίον ἐμπεριέχον αὐτό ἀπαραλλάκτως. Δῆλον δέ ὅτι τά παλαιά χειρόγραφα πρεσβύτερα τῶν τετυπωμένων διά πιεστηρίων εἰσιν, ὁ γάρ τύπος ὕστερον ἐφευρέθη. Οἶδα ὅμως ὅτι εἰς αὐτό οἱ πολλοί ἀπιστοῦσι, καί μάλιστα οἱ ἐλλόγιμοι. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς, φησίν ὁ Ἀπόστολος, διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους. Ποῖος γάρ τολμείας ἤθελε συῤῥᾶψαι ψευδῶς μίαν τοιαύτην ῥαψωδίαν; Ἀμή ἐάν εἰς αὐτά ἀπιστῶμεν, θέλει ἀπιστῶμεν καί εἰς τάς θείας γραφάς. Καί ἰδοῦ βλέπομεν ὅτι ἐξεδόθη βίβλος ἀνατρέπουσα τήν εἰς τόν ναόν τῆς Θεοτόκου Εἴσοδον, καί δώδεκα ἔτη ἐν αὐτῷ μείνασαν τρεφομένην διά χειρός ἀγγέλου. Ὡσαύτως, καί εἰς τήν ἁγίαν αὐτῆς μετάστασιν ἁρπαγήν διά νεφελῶν τῶν ἱερῶν ἀποστόλων εἰς τήν κηδείαν αὐτῆς, καί τήν εἰς τόν Θωμᾶν δόσιν τῆς ἀκηράτου αὐτῆς Ζώνης... ἀποσκοποῦντας». 
     Τό παραπάνω ἀπόσπασμα εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον καθώς μᾶς διαφωτίζει ἀφενός γιά τό εὖρος τῆς χειρόγραφης παράδοσης τῆς διηγήσεως περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί ἀφετέρου γιά τόν τρόπο ἐργασίας τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ὡς πρώϊμος ἐρευνητής, περιέδραμε ὁλόκληρο τόν Ἄθωνα γιά δρέψει τούς πολύχυμους πνευματικούς καρπούς στό λειμώνα τῶν ἀθωνικῶν βιβλιοθηκῶν. Ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς Διηγήσεως προτιθέμεθα σύν Θεῷ νά ἐκδώσουμε στά Πρακτικά τοῦ παρόντος Συνεδρίου.
    Ἀνεξάρτητα πάντως ἀπό τή θεώρηση τῆς, οὕτως ἤ ἄλλως, ζῶσας καί ἱσχυρῆς ἁγιορειτικής ἀλλά καί κυπριακῆς παραδόσεως περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος καί κατόπιν στήν Κύπρο, καί γιά νά κλείσουμε μέ τόν περιηγητή μέ τόν ὁποῖο ξεκινήσαμε τήν εἰσήγησή μας, τόν μοναχό Βασίλειο Μπάρσκι, τόν φιλίστορα προσκυνητή ἁμφοτέρων τῶν τόπων, «Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι εὐλογημένο μέ τίς πρεσβείες καί εὐλογίες τῆς Θεοτόκου καί ὀνομάσθηκε ἔτσι καί δοξάσθηκε στά πέρατα τῆς γῆς, λόγῳ τῆς ἐκεῖ ἐγκαταστάσεως θεαρέστων ἀνδρῶν. Ὅσα λέγονται νοερῶς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέσῳ τοῦ Δαυΐδ, γιά τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅλα αὐτά ταιριάζουν καί γιά τόν Ἄθωνα: ‘’Ὄρος πῖον, ὄρος τετυρωμένον... ὅ εὐδόκησεν ὁ Θεός κατοικεῖν ἐν αὐτῷ’’».  

 Εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό Ἐπιστημονικό Συμπόσιο: "Ἅγιον Ὄρος καί Κύπρος"
Λευκωσία 15 Δεκεμβρίου 2012
Αἴθουσα Διαλέξεων τῆς Ἑταιρείας Κυπριακῶν Σπουδῶν





Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Ζ' ΜΕΡΟΣ)

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.*
      (Ζ’ μέρος)

Δύο ἄλλες ἁγιορειτικές μορφές πού ἔζησαν καί ἀσκήθηκαν ἕνα διάστημα στή Θράκη καί οἱ ὁποῖοι ἀργότερα κόσμησαν τόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν οἱ ἅγιοι Κάλλιστος καί Φιλόθεος.          
   Ὁ ἅγιος Κάλλιστος Α΄ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1350-1353, 1355-1363/64) μόναζε στόν Ἄθω, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής καί ἀργότερα βιογράφος. Ἀκολούθησε τόν ὅσιο Γρηγόριο στά Παρόρια, κατά τή δεύτερη μετάβαση τοῦ δευτέρου ἐκεῖ (1335). Ἀπό τό 1341 ἀσκεῖται στή μονή Ἰβήρων, ἐνῶ προηγουμένως μόναζε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, ἐξάρτημα τότε τῆς ἴδιας μονῆς. Πρίν ὅμως ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή τῆς μονῆς Ἰβήρων ὑπῆρξε γιά λίγο Λαυριώτης μοναχός. Ὡς ἁγιορείτης μοναχός ἔλαβε μέρος στήν εἰρηνευτική ἀποστολή τῶν Ἁγιορειτῶν (1342), ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στή συμφιλίωση τῶν αὐτοκρατόρων Ἰωάννου ΣΤ΄ Καντακουζηνοῦ καί Ἰωάννου Ε΄ Παλαιολόγου. Ἐπιπλέον τέθηκε ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγῶνα κατά τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσχωρήσει στό Ἅγιον Ὄρος (1342-1345). Στίς 10 Ἰουνίου 1350 ὁ Κάλλιστος ἐκλέχθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στή βασιλεύουσα ἔφθασε ἀπό τή μονή Ἰβήρων μέ τριήρη πού ἔστειλε ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ΄ ὁ Καντακουζηνός γιά τό σκοπό αὐτό στό Ἅγιον Ὄρος. Στίς 15 Αὐγούστου 1353 ἀναγκάζεται νά ἐγκαταλείψει τό Θρόνο, στόν ὁποῖο θά ἐπανέλθει, μετά ἀπό μία σύντομη πατριαρχία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, στίς ἀρχές τοῦ 1355 καί θά τόν διατηρήσει μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1363. Ἐπί πατριαρχίας του ἱδρύθηκαν στόν Ἄθω οἱ μονές Σίμωνος Πέτρας καί Ὁσίου Γρηγορίου. Μέ ἐνέργειές του, προσπάθησε νά δημιουργήσει φιλικό κλίμα μεταξύ τῶν γειτονικῶν ὁμόδοξων λαῶν. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό καί στήν προσπάθειά του νά μεσολαβήσει γιά τό ξεπέρασμα τῆς κρίσης στίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πού προΐστατο μέ ἐκείνην τῆς Σερβίας, ἡγήθηκε ἀντιπροσωπείας πού ἐπισκέφθηκε στίς Σέρρες (οἱ ὁποῖες εἶχαν καταληφθεῖ ἀπό τούς Σέρβους τό Σεπτέμβριο τοῦ 1345) τήν σερβίδα βασίλισσα Ἐλισάβετ. Τό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο ἐπέδρασε τόσο στή βυζαντινή ὅσο καί τή σλαβική γραμματεία. Κοιμήθηκε στίς Σέρρες τό 1363-4. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 20 Ἰουνίου.                                                           
  Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1353-1354 καί 1364-1376 καταγόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς διαπρεπέστερους καί πολυγραφότατους ἱεράρχες τῆς ὄψιμης βυζαντινῆς Ἐκκλησίας. Νέος ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχός. Ἀφοῦ παρέμεινε γιά ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα στό Σινά, ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στή μονή Βατοπαιδίου ὅπου συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ὅσιο Σάββα τόν Βατοπαιδινό. Ἀργότερα κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν ἐκεῖ ἀσκούμενο ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Κατά τίς ἡσυχαστικές ἔριδες πού ἀπασχόλησαν τόν ἱερό Ἄθω κατά τόν 14ο αἰ., ὁ ἅγιος Φιλόθεος στήριξε τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ καί τῶν ὁμοϊδεατῶν του. Ἔτσι, τό 1341, ὡς ἁπλός Λαυριώτης ἱερομόναχος ὑπογράφει μαζί μέ ἄλλους Ἡσυχαστές τόν ‘‘Ἁγιορειτικό Τόμο’’. Τήν περίοδο 1340/42-1347 διετελεῖ ἡγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας, διαδεχόμενος τόν Μακάριο πού ἐξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἀπό τή θέση αὐτή προχειρίστηκε ἀπό τόν ἅγιο Ἰσίδωρο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μητροπολίτης Ἡρακλείας τῆς  Θράκης, πού τότε ἦταν πρωτόθρονη ἀνάμεσα στίς μητροπόλεις τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου. Γιά τόν λόγο αὐτό ἔφερε καί τόν τίτλο «Πρόεδρος τῶν ὑπερτίμων».
   Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγίου Φιλοθέου στήν Ἡράκλεια, Λατῖνοι ἐπιδρομεῖς κυρίευσαν τήν Θράκη καί αἰχμαλώτισαν πολλούς ἀπό τούς κατοίκους της. Ἄς δοῦμε πῶς ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Φιλόθεος περιγράφει τά δεινά τῶν κατοίκων τῆς πολύπαθης Θράκης στό Βίο τοῦ ἐπίσης Ἁγιορείτου ὁσίου Σάββα τοῦ Νέου τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε στήν Ἡράκλεια τήν ἴδια ἐποχή:
 (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154, σ. 825) «Διότι κατά τούς χρόνους ἐκείνους οἱ ἀπό τῆς Σικελίας Λατίνοι ἐλθόντες ἐπί λόγῳ βοηθείας τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων, καί ψευσθέντες εἰς τάς συνθήκας των, διέφθειραν πρῶτον καί ἠρήμωσαν αἰχμαλωτίσαντες τήν Θράκην, ἄλλας μέν πόλεις καί χώρας ἀφανίζοντες καί ἄλλας αἰχμαλωτίζοντες τούς κατοίκους καί κατηδάφηζον, ποιοῦντες αὐτάς μνημεῖα νεκρῶν ἀντί κατοικουμένας οἱ ἀπάνθρωποι, μηδόλως // (σ. 826) λυπούμενοι τούς χριστιανούς, ἀλλά φονεύοντες πᾶσαν ἡλικίαν· σφάζοντες νέους, γέροντας, παῖδας, γυναῖκας, πλουσίους καί πένητας· ἄλλους μέ ξίφος, ἄλλους εἰς τό πῦρ καί ἄλλους εἰς τό ὕδως πνίγοντες. Εἶτα λαβόντες συμμάχους καί τούς ἀσεβεῖς Τούρκους, ηὔξησαν περισσοτέρως τήν μανίαν τους, σπουδάζοντες αἰχμαλωτίσαι Μακεδονίαν, Θράκην καί Θετταλίαν».
   Εἰδικότερα, οἱ ἐπιδρομεῖς κατέλαβαν τό 1351 τήν πόλη τῆς Ἡρακλείας προκαλῶντας μεγάλες καταστροφές καί σφαγές ἀμάχων. Ἑκατοντάδες ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλης στάλθηκαν αἰχμάλωτοι στήν ἀποικία τῶν Γενοβέζων στόν Γαλατᾶ περιμένοντας τήν πώλησή τους στά σκλαβοπάζαρα. Κατά τήν στιγμή τῆς καταστροφῆς, ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἀπουσίαζε ἀπό τήν Ἡράκλεια, εὑρισκόμενος στήν Κωνσταντινούπολη γιά τή Σύνοδο κατά τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου. Μέ πολλές του προσπάθειες συγκέντρωσε χρήματα καί κατάφερε νά ἐλευθερώσει ὅλους τούς αἰχμαλώτους. Ἀκόμη καί οἱ Γενοβέζοι ἐντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ μέ τήν αὐτοθυσιαστική συμπεριφορά τοῦ Φιλοθέου, ὥστε ἀπέλυσαν πολλούς φτωχούς αἰχμαλώτους χωρίς νά πάρουν χρήματα. Σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ὁ Ἅγιος «ὠφέλησε πολύ εἰς τήν ἐλευθερίαν των (τῶν κατοίκων τῆς Ἡρακλείας), διότι ὡς καλός ποιμήν ἔβαλε τήν ψυχήν του εἰς θάνατον ὁ ἀοίδιμος, μή φοβηθείς τήν ὠμότητα τῶν Λατίνων, ὁπού κατ’ αὐτοῦ ἐλύσσων ὡς ὑπερασπιστήν ὄντα τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος» κατά τόν βιογράφο του. Ἑπτά περίπου μῆνες μετά τή καταστροφή, καί μετά τήν ἀναχώρηση τῶν αἱμοσταγῶν ἐπιδρομέων, ὁ μητροπολίτης Ἡρακλείας Φιλόθεος ἐπέστρεφε μαζί μέ τό ἀπελευθερωμένο ποίμνιό του στήν πόλη, ἡ ὁποία ἔμμελε νά ἀνοικοδομηθεῖ. Ἐπίσης ἔκανε προσπάθεια νά συγκεντρώσει τούς διασκορπισμένους κατοίκους τῆς Ἡρακλείας, τούς ὁποίους παρηγόρησε καί ἐνίσχυσε πνευματικά, φροντίζοντας ταυτόχρονα νά ἀπαλλαχθοῦν ἀπό τούς βασιλικούς φόρους. Τό ἴδιο ἔπραξε καί γιά τούς κατοίκους τῆς Σωζοπόλεως, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποστεῖ παρόμοιες καταστροφές. Ἀργότερα, κι ἐνῶ ἦταν ἤδη πατριάρχης, ἐκφράζοντας τό συνεχές του ἐνδιαφέρον γιά τόν ἀγαπημένο του λαό τῆς Ἡρακλείας πού ἐξακολουθοῦσε ἐν πολλοῖς νά ἦταν διασκορπισμένος, ἔγραψε πρός αὐτόν παρηγορητική ἐπιστολή. Σ’ αὐτήν ἀπέδιδε ὅλες τίς συμφορές πού εἶχαν βρεῖ τούς Ἡρακλειώτες καθώς καί τίς ἀπώλειες λοιπῶν πόλεων καί ἐπαρχιῶν στίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ καί τέλειωνε μέ τήν εὐχή καί τήν ἐλπίδα ὅτι μέ τή μετάνοιά τους καί τή βοήθεια τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου θά μποροῦσαν νά ἐπανέλθουν στήν πατρίδα τους. Μάλιστα, κατά τή διάρκεια Ὁμιλίας του ὡς πατριάρχης , ἐξαίρει, ἀνάμεσά στά ἄλλα καλά τους, τήν φιλάνθρωπη διάθεση τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν, ἀναπολῶντας τήν οὐσιαστική βοήθεια πού προσέφεραν στούς αἰχμάλωτους κατοίκους τῆς Ἡρακλείας, ἀφοῦ μέ τήν οἰκονομική τους συνδρομή πολλοί ἀπ’ αὐτούς ἐπανέκτησαν τήν ἐλευθερία τους. (συνεχίζεται......)

_____________________________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
 Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ὡς ποιητής-ὑμνογράφος. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἔργο Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.

* Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.