Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος μοναχός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος μοναχός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ 2012 - ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ, ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ  (29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012).
Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΠΟΥ ΑΣΚΗΘΗΚΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ.




Ἀπό τήν Παράκληση ἔξω ἀπό τό Σπήλαιο πού ἀσκήθηκε ὁ ὅσιος Ἀκάκιος




 Ψάλλοντας τήν Παράκληση τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ἔξω ἀπό τό Σπήλαιό του




 Ἀναμνηστική φωτογραφία μέρους ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες πού τίμησαν μέ τήν παρουσία τους τήν μνήμη τοῦ ἑορτάζοντος ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Καλύβη Ἁγίου Ἀκακίου. Καυσοκαλύβια. Ἅγιον Ὄρος. Κυριακή Μυροφόρων 2012




  
Ὁ προεξάρχων τῆς Πανηγύρεως τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου, καθηγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀρχιμ. Πρόδρομος μέ τόν Γέροντα τῆς πανηγυρίζουσας ἱερᾶς Καλύβης, Πατάπιο μοναχό. Ἀναμνηστική φωτογραφία. Καλύβη Ἁγίου Ἀκακίου. Καυσοκαλύβια. Ἅγιον Ὄρος. Κυριακή Μυροφόρων 2012
  
 Λιτανεία μετά τήν Παράκληση στό Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἀνήμερα τῆς Πανηγύρεως τῆς ὁμώνυμης Καλύβης. Κυριακή τῶν Μυροφόρων 2012.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΣΤΙΧΗΡΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛ. ΝΕΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΡ. 44 ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Τό εἰκονογραφημένο χειρόγραφο Στιχηράριο τοῦ μητροπολίτου Νέων Πατρῶν Γερμανοῦ, ἀρ. 44 τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων*

  Ἡ μικρή πλήν ἀξιόλογη Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, παρ’ ὅλο πού ἡ ἵδρυσή της ἀνάγεται στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰώνα, κατέχει μία συλλογή ἀπό χειρόγραφα, ἀπό τόν 11ο ἤδη αἰώνα καί ἑφεξῆς[1]. Ἡ συλλογή περιλαμβάνει κυρίως ἔργα ἁγιογραφικά, πατερικά, πανηγυρικά, ὑμνολογικά, λειτουργικά, ἱστορικά, πού κάλυπταν τίς ἀνάγκες τῶν Πατέρων τῆς πλέον ἀπόμακρης καί δυσπρόσιτης ἁγιορειτικῆς σκήτης. Μεταξύ αὐτῶν καί ἔργα τοῦ λογίου ἱερομονάχου της Ραφαήλ τοῦ Ἀκαρνάνος (1714-1804)[2], διδασκάλου τῆς Σχολῆς τῆς Ζαγορᾶς[3], ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά μόνασε κάποια περίοδο στή μονή Προφήτη Ἠλία Γαρδικίου[4], σύμφωνα μέ σημείωση στόν ἰδιόγραφο κώδικα Καυσοκαλυβίων 178[5], πού εἶναι Προσκυνητάριον Ἁγίων Τόπων: «Τό παρόν προσκυνητάριον εἶναι τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Ραφαήλ τοῦ εὑρισκομένου εἰς Προφήτου Ἡλιοῦ θέσιν πλησίον Γαρδικίου Νέων Πατρῶν...».
  Ἐνδιαφέρον μέρος τῆς συλλογῆς ἀποτελοῦν οἱ δεκαοκτώ μουσικοί κώδικες, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ξεχωριστή θέση κατέχει τό εἰκονογραφημένο χειρόγραφο ἀρ. 44. [6]
 Σύμφωνα μέ τόν «Πίνακα σύν Θε Ἁγίῳ κεφαλαίων τῶν ἐν τ δε τ στιχηραρίῳ περιεχομένων», πού βρίσκεται στό τρίτο παράφυλλο, ὁ κώδικας Καυσοκαλυβίων 44 ἀποτελεῖ, «Στιχηράριον πλουσιώτατον τῶν δώδεκα μηνῶν, Τριωδίου καί Πεντηκοσταρίου ποιηθέν παρά τοῦ κυρ Γερμανοῦ ἀρχιερέως Νέων Πατρῶν. ὁμοίως δέ καί ἀναστασιματαρίου καί κεκραγαρίου καί Ἐωθινῶν. περιέχει δέ τό παρόν βιβλίον ἤτοι Στιχηράριον τάς ἑορτάς τῶν δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν καί ἑορταζομένων ἁγίων τά ἰδιόμελα μόνον καθώς εὑρίσκονται καί εἰς τά μηναῖα».
 Ὁ κώδικας αὐτός τοῦ ἔτους 1742, ἐκτός ἀπό τό γεγονός ὅτι μᾶς παραδίδει σέ ἐξαιρετικά καλλιγραφημένη μορφή ἕνα ἀπό τά ἔργα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μεταβυζαντινοῦ μελουργοῦ, πού κόσμησε μέ τή σύντομη ποιμαντορία του τή μητρόπολη Νέων Πατρῶν, κοσμεῖται ἐπιπλέον ἀπό 24 μικρογραφίες παραστάσεων δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν καί ἑορτῶν ἁγίων.
 Στήν προσωπικότητα τοῦ λογίου αὐτοῦ ἱεράρχη, ἀναφέρονται στόν παρόντα τόμο μέ τόν καλύτερο τρόπο ἄλλοι ἐκλεκτοί εἰσηγητές, ὥστε κρίνουμε ὅτι καλύπτεται ἱκανοποιητικά τό σχετικό τμῆμα τῆς παρούσας εἰσήγησης.
  Ὁ κώδικας Καυσοκαλυβίων 44 εἶναι χαρτῶος καί ἀποτελεῖται ἀπό 911 σελίδες, ὁρισμένες ἀπό τίς ὁποῖες κοσμοῦνται ἀπό περίτεχνα ἀρχικά γράμματα, ἐπίτιτλα ἀλλά καί μικρογραφίες. Σύμφωνα μέ κτητορική ἀφιέρωση στό β΄ παράφυλλο, τό ἔτος 1835, «Τό παρόν στιχηράριον ἀφιερώθη ... εἰς τό κυριακόν τῆς ἁγίας Τριάδος τοῦ καυσοκαλυβίου» παρά τοῦ ἱεροψάλτου μοναχοῦ Παϊσίου Λαυριώτου, ὁ ὁποῖος ἀσκεῖτο στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Καυσοκαλυβίων.
  Στό τμῆμα τοῦ κώδικα μεταξύ τῶν σελίδων 1 καί 633, περιλαμβάνεται  «Στιχηράριον ποιηθέν παρά τοῦ κυρ Γερμανοῦ Ἀρχιερέως Νέων Πατρῶν» τῶν ἑορτῶν τῶν δώδεκα μηνῶν. Ἀπό τίς σσ. 636-809 ἔχουμε, σύμφωνα μέ τόν κωδικογράφο, τήν «Ἀρχή σύν Θε Ἁγίῳ καί τῶν στιχηρῶν τοῦ Τριωδίου, ἀρχομένων ἀπό τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, ποίημα τοῦ Γερμανοῦ Ἀρχιερέως Νέων Πατρῶν», ἐνῶ στίς σελίδες 810-893 περιέχονται τά στιχηρά τοῦ Πεντηκοσταρίου.   
 Στή σελ. 893 βρίσκουμε τό παρακάτω πολύ ἐνδιαφέρον κωδικογραφικό σημείωμα, τό ὁποῖο μᾶς διαφωτίζει πλήρως τόσο γιά τόν γραφέα τοῦ κώδικα ὅσο καί τόν ζωγράφο τῶν ἐπιτίτλων καί τῶν μικρογραφιῶν πού τόν διακοσμοῦν:
  Ἐτελειώθη τό παρόν μουσουργικόν βιβλίον 
   Χιλίους ἑπτακοσίους σαράκοντά τε δύο
  Ἡμέρα δέ παρασκευή τετάρτη σεπτεμβρίου
  Ἔδωσε τέρμα ἡ γραμμή ἡ πένα τοῦ χαρτίου
  Μέ πόνον μόχθον περισσόν ἑμοῦ τοῦ ἀρητύρου
  Δαβίδ ἱερομονάχου τε ἐκ τῆς σκοπέλου νύσοου
  Ὦθεν ἐσί ὦ φοιτητά καί γνώστα τοῦ βιβλίου
  Μνημόνευέ μου τό λιπόν τοῦ μουσουργικογράφου
  Δαβίδ τοῦ κοπιάσαντος τοῦ ἱστοριογράφου
  Δεήθητοι οὖν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑπεραγίας
  Νά τήχομεν ἀμφώτεροι τῆς ἄνω βασιλείας.
    καί ὁ γραφέας ὁλοκληρώνει μέ τή συνήθη γιά κωδικογράφους κατάληξη:
  Ὤσπερ ξένοι χαίρωντες εἰδήν πατρίδα
  Καί οἱ θαλαττεύοντες εἰδήν λιμένα
  καί οἱ πραγματεύοντες εἰδήν τό κέρδος
 Οὔτο καί ὁ βιβλιογραφεύς εἰδήν βυβλίου τέλος.
  Ἡ μέν χείρ ἡ γράψασα σύμπεται τάφῳ
  ἡ δέ γραμμή μένη μέχρι τερμάτων + . (εἰκ. 3)
  Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, ἡ γραφή τοῦ καυσοκαλυβίτικου κώδικα ὁλοκληρώθηκε τήν Παρασκευή, 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1742. Γραφέας τοῦ ἔργου ἀλλά καί ζωγράφος τῶν μικρογραφιῶν πού αὐτό περιέχει εἶναι ὁ «μουσουργικογράφος καί ἱστοριογράφος» -ὅπως ὁ ἴδιος ὑπογράφει- ἱερομόναχος Δαβίδ ὁ ἐκ Σκοπέλου, γνωστός καί ὡς ἱερομόναχος Δαβίδ Μπεναρδῆς[7], ἀπό ἄλλους ἰδιόγραφους κώδικες μέ ἔργα τόσο τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν ὅσο καί ἄλλων μελοποιῶν ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ γραφέα.
   Πιό συγκεκριμένα, ἐκτός ἀπό τόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 44, ὁ Σκοπελίτης αὐτός καλλιτέχνης ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τόν Γερμανό Νέων Πατρῶν, κάνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό γενικότερα γνωστό τό ἔργο τοῦ μελουργοῦ-ἱεράρχου, στούς αὐτόγραφους κώδικες Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος 893[8], τοῦ ἔτους 1747 καί Ἁγίας Μονῆς Ἄνδρου 49, τοῦ ἔτους 1769 (Στιχηράριον Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν).
 Εἶναι πιστεύουμε πολύ ἐνδιαφέρον νά ρίξουμε μία ματιά στόν ἀθηναϊκό κώδικα ὄχι μόνο γιά τό γλαφυρό κωδικογραφικό σημείωμά του ἀλλά καί γιά τό γεγονός ὅτι διασώζει, στό φ. 5α, αὐτοπροσωπογραφία τοῦ Δαβίδ Μπιναρδῆ Σκοπελίτου, ὅπου ὁ μελουργός-κωδικογράφος κάθεται σέ θρόνο ἐνδεδυμένος τή μοναχική περιβολή γράφοντας μουσική σέ ἀνοικτό βιβλίο,  χρησιμοποιώντας φτερό[9]. Στό ἀριστερό τμῆμα τῆς σελίδας, διαβάζουμε σέ δεκαπεντασύλλαβους στίχους τό βιβλιογραφικό σημείωμα τοῦ κώδικα[10]:
Εἴληφε τέρμα σύν Θε, χρόνους εἰς τούς χιλίους
ἑπτά καί τεσσαράκοντα μέ τούς ἑπτακοσίους
ἐκ τῆς ἐνσάρκου τοῦ Χριστοῦ θείας οἰκονομίας.
Ταύτη ἡ μουσουργεύηχος παπαδική κληθεῖσα,
ἐκ διαφόρων παλαιῶν καί νέων ποιηθεῖσα,
κόπῳ, ἱδρῶσι, μόχθῳ τέ ἐγράφη ἐν ἀπείρῳ,
ἐκ τῆς τοῦ ἱεροδαβίδ χειρός ἐκ τῆς Σκοπέλων.
Παυσάσθωσαν τά ὄρνεα, μέλο νά πεπηλίζουν,
μέ μελωδίαν εὔηχον γλυκά νά κελαδίζουν,
καθώς οἱ πάλαι ἕλληνες μέ μύθους φλυρίζουν.
Ἐν ταύτῃ γάρ εὑρίσκονται ἤχοι καί μελωδίαι,
 πρός τόν Θεόν τόν κτίσαντα τήν κτίσιν ὑμνωδίαι,
καί ταύτην οἱ βουλόμενοι τόν Κτίστην νά ἰδοῦσι,
μέ πόθον ἄς σπουδάζωσι καί θέλουν τόν εὑροῦσι.
Δεήθητι οὖν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑπεραγίας,
νά τύχωμεν ἀμφότεροι τῆς ἄνω Βασιλείας.
Ἡ μέν χείρ ἡ γράψασα σύμπεται τάφῳ,
ἡ δέ γραμμή μένει μέχρι τερμάτων.
Ὥσπερ ξένοι χαίροντες ἰδεῖν πατρίδα,
καί οἱ θαλαττεύοντες ἰδεῖν λιμένα,
καί οἱ πραγματεύοντες ἰδεῖν τό κέρδος,
οὕτως ὁ βιβλιογραφεύς, ἰδεῖν βιβλίου τέλος.
  Ὁ Δαβίδ Σκοπελίτης πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς ψαλτικῆς παράδοσης τῆς Σκοπέλου, πού ἀκμάζει τήν περίοδο 1742-1769. Πληροφορίες γιά τήν προσωπικότητά του ἀντλοῦμε μέσα ἀπό τά ἴδια του τά ἔργα, κυρίως τούς τέσσερεις μέχρι στιγμῆς γνωστούς αὐτόγραφους κώδικές του, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπό τά καλύτερα καί καλλιτεχνικότερα παραδείγματα μεταβυζαντινῆς γραφῆς καί διακόσμησης. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή κ. Γρ. Στάθη, πού σχολιάζει τόν ἰδιόγραφο ἀθωνικό κώδικα Γρηγορίου 25[11], ἡ γραφή τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ εἶναι «ἐπιμεμελημένη καί καλαίσθητος, ἰσοπαχής, κλίνουσα ἀκανονίστως πρός ἀριστερά καί δεξιά. Μελάνη μαύρη ζωηρά καί ἐρυθρά ζωηρά διά τάς ὑποστάσεις, μαρτυρίας, τίτλους καί κομψά πρωτογράμματα, ἐνιαχοῦ ἐπίτιτλα».[12]
  Εἶναι πιθανόν, ἐκτός ἀπό τό προφανές ἐνδιαφέρον τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ τοῦ Σκοπελίτου γιά τή μεταγραφή καί διάδοση τοῦ τόσο σημαντικοῦ ἔργου τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν, στήν ἐνασχόλησή του μέ τό μεγάλο αὐτό μελουργό νά συνετέλεσε ἡ ἀνάρριση τό 1760 στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῶν Νέων Πατρῶν, τοῦ ἐκ Σκοπέλου καταγομένου, Γερασίμου (1760-1774), ἀρχιμανδρίτου μέχρι τῆς ἐκλογῆς του τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐπί πατριάρχου Σαμουήλ τοῦ Χατζερῆ.[13]
  Ὁ κωδικογράφος-μελουργός-ἱστοριογράφος ἱερομόναχος Δαβίδ ὁ Μπεναρδῆς ὁ Σκοπελίτης θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τό ζωγράφο ἱερομόναχο Δαβίδ τόν Μπεναρδῆ, τόν «ἐκ νήσου Σκύρου», πού ὑπογράφει στά 1738 τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία φυλάσσεται στό ναό τῆς Παναγίας, στά Ἀπατούρια τῆς Ἄνδρου[14]. Στόν ἴδιο ζωγράφο θά πρέπει νά ἀποδοθοῦν καί οἱ ἄλλες δύο δεσποτικές εἰκόνες τοῦ ἴδιου ναοῦ, τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος  καί τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀμόλυντης, ἀφοῦ παρουσιάζουν σχεδιαστικές, τεχνοτροπικές καί καλλιτεχνικές ὁμοιότητες μέ τήν ἐνυπόγραφη εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. Μέ τά ἀναφερθέντα ἔργα, παρουσιάζεται πιό ἀνάγλυφα τό πορτρέτο τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ ὡς ζωγράφου. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτη ἡ ἔντονη καλλιτεχνική σχέση τῶν εἰκόνων αὐτῶν  τόσο μέ τίς μικρογραφίες τοῦ κώδικα Καυσοκαλυβίων 44 ὅσο καί τήν αὐτοπροσωπογραφία τοῦ ἴδιου τοῦ Δαβίδ στόν κώδικα ΕΒΕ 893. Ὅπως σημειώσαμε παραπάνω ἕνας ἀπό τούς κώδικες τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ βρίσκεται στή μονή Ἁγίας τῆς Ἄνδρου καί λαμβάνοντας ὑπ’ ὅψιν τό γεγονός ὅτι στήν ἴδια μονή, βρίσκεται καί κώδικας τοῦ ἑτέρου Σκοπελίτου μελουργοῦ, Παύλου τοῦ ἱερέως (17 αἰ.), εἶναι πιθανόν, οἱ κώδικες αὐτοί νά μεταφέρθηκαν στό κυκλαδίτικο νησί μέ φροντίδα τοῦ λογίου Σκοπελίτου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (1713-1784), ὁ ὁποῖος σχετιζόταν πνευματικῶς μέ τόν ἐξ Ἄνδρου καταγόμενο πατριάρχη πρ. Ἀλεξανδρείας Ματθαῖο (1700-1775).
  Χρειάζεται περισσότερη ἔρευνα γιά νά δειχθεῖ ἐάν τόσο ὁ ‘’ἱερομόναχος Δαβίδ’’, ἀφιερωτής τῆς φορητῆς εἰκόνας τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό ναό  τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Σκοπέλου (ἔργο τοῦ ἔτους 1707) καί τῆς φορητῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στό ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τοῦ ἴδιου νησιοῦ  ὅσο καί ὁ ‘’ἱερομόναχος Δαβίδ’’, πού εἰκονίζεται ὡς κτίτορας, σέ μεταγενέστερη ὑπέρθυρη ἐξωτερική τοιχογραφία τοῦ δεύτερου ναοῦ, τοῦ ἔτους 1851, ταυτίζονται -ὅπως πιθανολογοῦμε- μέ τόν γραφέα τοῦ κώδικα πού παρουσιάσαμε στήν παρούσα εἰσήγηση, ἱερομόναχο Δαβίδ τόν Σκοπελίτη.
  Ἐπιστρέφοντας στόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 44, θά κάνουμε σύντομη περιγραφή τῶν 24 μικρογραφιῶν πού αὐτός περιέχει, οἱ ὁποῖες καθιστοῦν τό εἰκονογραφημένο αὐτό χειρόγραφο, τήν πολυτιμότερη –ἀπό εἰκαστικῆς πλευρᾶς- παρουσίαση τοῦ τόσο σημαντικοῦ γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ψαλτικῆς μουσικῆς παράδοσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀλλά καί τοῦ τόπου μας, ἔργου τοῦ ἱεράρχη τῶν Νέων Πατρῶν Γερμανοῦ.
   Ὅλες οἱ μικρογραφημένες εἰκόνες εἶναι ἱστορημένες σέ χρυσό κάμπο καί βρίσκονται εἴτε στήν ἀρχή εἴτε στό μέσον κάθε ἔργου τοῦ Στιχηραρίου. Οἱ συνθέσεις εἶναι ἐξαιρετικά λιτές ἐνῶ γιά τήν ἐκτέλεσή τους χρησιμοποιεῖται κυρίως μελάνι ἐρυθροῦ, πράσινου, καφέ καί μαύρου χρώματος. Νά σημειώσουμε ἐπίσης ὅτι τό σύνολο τῶν μικρογραφιῶν εἶναι ἀδημοσίευτο, πλήν τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (ἀρ. 8)[15] καί τῆς Ἀναστάσεως (ἀρ. 23)[16].
  Οἱ παραστάσεις εἶναι οἱ ἑξῆς (κατά σειρά πού αὐτές κοσμοῦν τόν κώδικα, σέ συμφωνία ἄλλωστε μέ τόν ἑορτολογικό κύκλο):
1) σ. 39: Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στά ἀριστερά τῆς σύνθεσης, εἰκονίζεται ἕνας ἱεράρχης, ἀσκεπής, ἀνεβασμένος σέ ἄμβωνα καί κρατώντας μέ τά δύο του χέρια εὐμεγέθη σταυρό. Στά δεξιά του, χορός ἀπό ἔξι ἄνδρες, ἐπροσώπους τοῦ λαοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπό τούς ὁποίους οἱ τρεῖς κρατοῦν ὑπερμεγέθες κομποσχοίνι. Ὁ πρῶτος ἀπ᾿ αὐτούς ἐκφράζει μέσα ἀπό τήν κίνηση τῶν χειρῶν του τόν θαυμασμό του, γιά τό μεγάλο γεγονός τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
2) σ. 74: Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης παριστάνεται ἡμίσωμος, στραμμένος κατά τά δύο τρίτα πρός τά ἀριστερά καί κρατώντας μέ τά δύο του χέρια ἡμιανοιγμένο εὐαγγέλιο. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
3) σ. 115: Ἅγιος Δημήτριος ὁ  Μυροβλύτης. Ὁ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης εἰκονίζεται ἡμίσωμος καί κατ᾿ ἐνώπιον τοῦ θεατή. Εἶναι ἐνδεδυμένος πλήρη στρατιωτική στολή, συμπληρωμένη ἀπό τήν ἀσπίδα, πού προβάλλει πίσω ἀπό τήν πλάτη του. Μέ τό δεξί του χέρι κρατᾶ σταυρό ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του, δόρυ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
4) σ. 143: Ἅγιοι Ἀνάργυροι. Εἰκονίζονται οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός, ὁλόσωμοι. Ὁ πρῶτος κρατᾶ τά σύνεργα τῆς ἰατρικῆς ἐνῶ ὁ δεύτερος, κλειστό εἰλητάριο. Ἡ παράσταση φέρει τήν ἀνορθόγραφη ἐπιγραφή: «Αγιοι ανάρ / γιρι» .
5) σ. 153:  Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι. Εἰκονίζονται ὁλόσωμοι οἱ ἀρχάγγελοι Γαβριήλ καί Μιχαήλ, στό γνωστό εἰκονογραφικό τους τύπο. Κρατοῦν ἀπό κοινοῦ, ὁ πρῶτος μέ τό ἀριστερό του καί ὁ δεύτερος μέ τό δεξί του χέρι, στηθάριο, μέ τόν Χριστό ἐντός δόξας. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
6) σ. 185: Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ἡ κακοσυντηρημένη αὐτή παράσταση, εἰκονίζει τή μικρή Θεοτόκο νά εἰσοδεύεται στό ναό ἀπό τούς γονεῖς της Ἰωακείμ καί Ἄννα, καί νά παραδίδεται στόν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἁπλώνει τά χέρια του γιά νά ὑποδεχθεῖ τή μέλλουσα μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
7) σ. 223: Ἅγιος Νικόλαος. Εἰκονίζεται ὁ ἅγιος ἱεράρχης τῶν Μύρων τῆς Λυκίας, ἡμίσωμος, στό γνωστό εἰκονογραφικό του τύπο. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
8) σ. 304: Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Ἐντός τοῦ σπηλαίου παριστάνονται ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἰωσήφ, στά δεξιά καί ἀριστερά τοῦ θείου βρέφους,  γονυπετεῖς καί στραμμένοι πρός αὐτό. Τό βρέφος θερμαίνουν μέ τά χνῶτα τους δύο ζῶα, ἐνῶ ἔξω ἀπό τό σπήλαιο, στά ἀριστερά, εἰκονίζονται δύο ἄγγελοι νά δοξολογοῦν ἐνῶ στά δεξιά, ἕνας ἄγγελος πού ἀναγγέλει σ᾿ ἕναν ποιμένα τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
9) σ. 333: Ὁ Μέγας Βασίλειος. Παριστάνεται ὁ ἱεράρχης, ὁλόσωμος, μέ πλήρη ἀρχιερατική στολή, πλήν ἀσκεπής. Μέ τό δεξί του χέρι εὐλογεῖ ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του, τό ὁποῖο εἶναι καλυμμένο μέ τό ἄμφιό του, κρατᾶ κλεισό εὐαγγέλιο. Ἐπιγραφή: «Ο Αγιος Βασίλιος».
10) σ. 363: Ἡ Βάπτισις τοῦ Χριστοῦ. Στό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο, εἰκονίζεται στό κέντρο τῆς σύνθεσης ὁ Χριστός, μέσα στά νερά τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη. Στά ἀριστερά τῆς σύνθεσης καί πάνω σέ βουνό, εἰκονίζεται ὁ Πρόδρομος, πού μέ τό δεξί του χέρι βαπτίζει τόν Χριστό, ἐνῶ στή δεξιά ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, εἰκονίζονται τρεῖς ἄγγελοι, στραμμενοι, σέ στάση διακονίας, πρός τόν βαπτιζόμενο Χριστό. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς .
11) σ. 389: Ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Μέγας. Εἰκονίζεται ὁ ἱεράρχης τοῦ ἀλεξανδρινοῦ θρόνου, ἡμίσωμος, ἐνδεδυμένος ἀρχιερατική στολή καί ἀσκεπής. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς (εἰκ. 23).
12) σ. 399: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Εἰκονίζονται κατά σειρά οἱ ἅγιοι Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡμίσωμοι, μέ πλήρη ἀρχιερατική ἀμφίεση καί ἀσκεπεῖς. Ἐπιγραφή: «Των / Τρι / ών / Ιεραρχόν» (εἰκ. 24).
Στή σελίδα 406 ὑπάρχει ὁ χρυσός κάμπος, πού προοριζόνταν γιά τήν παράσταση τῆς Ὑπαπαντῆς, ἡ ὁποία ὅμως τελικά δέν ἱστορήθηκε.
13) σ. 427: Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Ἡ παράσταση εἶναι μοιρασμένη σέ δύο τμήματα (ἀριστερά ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί δεξιά ἡ Θεοτόκος), ἀνάμεσα στά ὁποῖα παρεμβάλλεται τό μουσικό κείμενο. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆ.
14) σ. 442: Ὁ ἅγιος Γεώργιος. Εἰκονίζεται ὁ τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς, ἡμίσωμος, μέ στρατιωτική ἐνδυμασία. Μέ τό δεξί του χέρι κρατᾶ σταυρό ἐνῶ μέ τό δεξί του, δόρυ. Παράσταση: «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος».
15) σ. 466: Οἱ ἅγιοι Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη. Στό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο εἰκονίζονται ἐκατέρωθεν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τόν ὁποῖον καί κρατοῦν, οἱ ἰσαπόστολοι, μέ βασιλική ἐνδυμασία. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
16) σ. 485: Ἡ Γέννησις τοῦ Προδρόμου. Στή χαριτωμένη αὐτή παράσταση εἰκονίζεται στά δεξιά ἡ Ἐλισάβετ, ἀνακεκλιμένη ἀπό τόν κόπο τοῦ τοκετοῦ, νά δέχεται τίς περιποιήσεις δύο θεραπαινίδων, ἀπό τίς ὁποῖς ἡ μέν πρώτη προσφέρει στή μητέρα τοῦ Προδρόμου ποτήρι μέ ρόφημα, ἐνῶ ἡ δεύτερη κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τό νεογέννητο. Στό τραπέζι, πού βρίσκεται στό κέντρο τῆς σύνθεσης, διακρίνονται διάφορα σκεύη μέ χρήσιμο γιά τήν περίσταση περιεχόμενο. Στά ἀριστερά τῆς σύνθεσης ὁ Ζαχαρίας, καθισμένος σέ σκαμνί, κρατᾶ πινάκιο στό ὁποῖο διακρίνονται τά ἀρχικά τοῦ ὀνόματος «Ἰωάννης», τό ὁποῖο ἔδωσε στόν Πρόδρομο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
17) σ. 503: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Εἰκονίζονται οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ Πέτρος καί Παῦλος, ὁλόσωμοι, στραμμένοι κατ᾿ ἐνώπιον ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, νά κρατοῦν στά χέρια τους ὁμοίωμα ναοῦ, πού συμβολίζει τήν Ἐκκλησία. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
18) σ. 556: Ὁ προφήτης Ἠλίας. Εἰκονίζεται ὁ Πρφήτης, ἡμίσωμος, κατ᾿ ἐνώπιον τοῦ θεατή, ἐνδεδυμένος μέ πράσινο ἱμάτιο καί μηλωτή ἐρυθροῦ χρώματος. Ἔχει τό δεξί του χέρι σέ στάση ἄρνησης ἐνῶ μέ τό δεξί κρατᾶ ἀνοιγμένο εἰλητάριο. Ἐπιγραφή: «Ὁ Π/Φ/Τ  Ηλίας».
19) σ. 573: Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ. Πάνω σέ τρεῖς ὀρεινούς ὄγκους εἰκονίζονται ἀντίστοιχα, στό κέντρο ὁ μεταμορφωθείς Κύριος καί ἐκατέρωθεν αὐτοῦ οἱ προφήτες Μωΰσῆς καί Ἠλίας. Ἀπό τήν παράσταση ἀπουσιάζει τό θέμα μέ τούς τρεῖς ἀποστόλους. Ἐπιγραφή: «Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΟΣΙΣ».
20) σ. 592: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Στόν καθιερωμένο εἰκονογραφικό τύπο παριστάνεται ἡ Θεοτόκος πάνω στή νεκρική κλίνη. Στό κέντρο τῆς σύνθεσης, εἰκονίζεται σέ δόξα ὁ Χριστός, πού κρατᾶ τήν ψυχή τῆς Θεοτόκου μέ ἔχει μορφή βρέφους. Γύρω ἀπό τή νεκρική κλίνη καί ἐκατέρωθεν τοῦ Χριστοῦ, εἰκονίζονται ὁρισμένοι ἀπό τούς Ἀποστόλους. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
21) σ. 615: Ἡ Ἀποτομή τοῦ Προδρόμου. Εἰκονίζεται ὁ δήμιος ἕτοιμος νά κόψει τήν κεφαλή τοῦ Προδρόμου, πού εἶναι γονατισμένος. Μπροστά του βρίσκεται ἡ Σαλώμη πού κρατᾶ ἕνα κενό κάνιστρο, ἕτοιμο νά δεχθεῖ τήν τιμία κεφαλή. Ἕνας πύργος στά δεξιά τῆς σύνθεσης ὑποδηλώνει τό παλάτι τοῦ Ἠρώδη ὡς τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
22) σ. 736: Ἡ Βαϊοφόρος. Στό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο εἰκονίζεται ὁ Χριστός, ἐπί πόλου ὄνου καθήμενος, νά ἑτοιμάζεται νά εἰσέλθει μαζί μέ τούς μαθητές του, πού τόν ἀκολουθοῦν, στήν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ. Μπροστά στήν  Μέσα ἀπό τήν πύλη τῆς πόλης ἀπεικονίζεται ὁ λαός, μέ δύο ἐκπροσώπους του νά ξεπροβάλλουν, κρατώντας στά χέρια βαΐα. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
23) σ. 809: Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Στόν εἰκονογραφικό τύπο τῆς Εἰς Ἄδου καθόδου, εἰκονίζεται στό κέντρο ὁ ἀναστάς Κύριος, μέσα σέ δόξα. Μέ τό δεξί του χέρι κρατᾶ τόν Ἀδάμ καί μέ ἀριστερό του τήν Εὔα, τούς ὁποίους ἀνιστᾶ ἀπό τούς νεκρούς. Δεξιά καί ἀριστερά του, εἰκονίζονται Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.
24) σ. 849: Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ. Σέ μιά πολύ καλά ἰσορροπημένη παράσταση εἰκονίζεται ἡ Θεοτόκος, στό μέσο τοῦ Κήπου τῶν Ἐλαιῶν, πού ὑποδηλώνεται ἐδῶ μέ δύο ἐλαιόδενδρα, στά δεξιά καί ἀριστερά τῆς σύνθεσης. Ὄπισθεν τῆς Θεοτόκου διακρίνουμε δύο ἀγγέλους πού κυττοῦν πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας μέ τά χέρια τους τόν μόλις ἀναληφθέντα Χριστό. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς Θεοτόκου εἰκονίζονται δύο χοροί ἀποστόλων. Ὅλοι τους κυττοῦν πρός τόν οὐρανό. Μόνο ἡ Θεοτόκος εἶναι στραμμένη πρός τόν θεατή. Στό πάνω μέρος τῆς σύνθεση εἰκονίζεται ἐντός δόξας πού ὑποβαστάζεται ἀπό χερουβίμ, ὁ ἀναληφθείς Κύριος εὐλογών. Ἡ παράσταση στερεῖται ἐπιγραφῆς.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: 
1. Κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, σ. 1.
2. Κώδ. Ε.Β.Ε. 893, φ. 5α. Αὐτοπροσωπογραφία ἱερομ. Δαβίδ Σκοπελίτου.
3. Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. 1738. Δεσποτική εἰκόνα στό ναό τῆς Παναγίας στά Ἀπατούρια τῆς Ἄνδρου.
4. Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, σ. 304.
5. Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, σ. 427.


* Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στόν τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου:
  Ἡ Ὑπάτη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, τήν ἐκκλησιαστική τέχνη καί τόν ἑλλαδικό μοναχισμό (Ὑπάτη 8-10 Μαΐου 2009), Ἀθήνα 2011, σ. 567-594.
[1] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος τῶν χειρογράφων κωδίκων τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, ἐκδ. Ἀντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2005.
[2] Περί αὐτόν βλ. ἐνδεικτικά: Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, «Ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ραφαήλ ὁ Ἀκαρνάν ὁ Καυσοκαλυβίτης καί ὁ Ἐγκωμιαστικός του Λόγος πρός τόν ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο», Ὅσιος Γρηγόριος 27 (2002), σ. 47-64. Τοῦ ἰδίου, «Ἄσκηση καί λογιότητα στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων κατά τό 18ο αἰ.», Παρνασσός Ν’ (2008), σ. 154-162.
[3] Σκουβαρᾶ Β., «Ἰωάννης Πρίγγος (1725;-1789). Ἡ ἑλληνική παροικία τοῦ Ἄμστερνταμ. Ἡ Σχολή καί ἡ Βιβλιοθήκη Ζαγορᾶς», Θεσσαλικά Χρονικά 9, σ. 227-231.
[4] Περί τῆς μονῆς αὐτῆς βλ. Παπαπαναγιώτου.
[5] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 274.
[6]  Λάμπρου Σ., Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν κωδίκων, τ. Β΄, Ἐν Κανταβριγία τῆς Ἀγγλίας 1900, σ. 462 (κωδ. 1). Κουρίλα Ε., Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων καί τῶν Καλυβῶν αὐτῆς, Paris 1930, σ. 45. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 96-98, ὅπου καί πλήρης περιγραφή τοῦ κώδικα. Βλ. ἐπίσης, Καδᾶ Σ., Τά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκδ. Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 237-238, ὅπου ἀναφέρονται μόνο ὀνομαστικά οἱ μικρογραφίες τοῦ κώδικα.
[7] Περί τοῦ ἱερομονάχου Δαβίδ βλ. Πολέμη Δ., «Ὁ ζωγράφος Δαβίδ Μπεναρδῆς (1738)», Πέταλον (Συλλογή Ἱστορικοῦ Ὑλικοῦ περί τῆς νήσου Ἄνδρου) 7 (1999), σ. 322-326. Συνοπτική ἀναφορά στό κωδικογραφικό ἔργο τοῦ Δαβίδ, μέ ἁπλή ὅμως νύξη στόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 44, βλ. Καραγκούνη Κ., «Ἡ Ψαλτική παράδοση τῆς Σκοπέλου. Μία πρώτη προσέγγιση», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 43 (2003), σ. 140-142.
[8] Κώδ. Ε.Β.Ε. 893: Ἀνθολογία τῆς Παπαδικῆς. Βλ. Σακκελίων Ἰ., Κατάλογος χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος-Κώδικες 1-1856, Ἀθῆναι 1892, σ. 162.
[9] Δημοσίευση τῆς προσωπογραφίας βλ. Καραγκούνη Κ., Ἡ Ψαλτική παράδοση, ὅ.π., σ. 141 εἰκ. 6.
[10] Χατζηγιακουμῆ Μ., Χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς (1453-1820) – Συμβολή στήν ἔρευνα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 1980, σ. 165-166.
  [11] Κώδ. Γρηγορίου 25: Ἀναστασιματάριον-Ἀνθολογία. Στό φ. 12β, ἡ ὑπογραφή τοῦ γραφέα: «Χείρ Δαβίδ ἱερομονάχου ἐκ τῆς νήσου Σκοπέλου». Ἀναλυτική περιγραφή τοῦ κώδικα αὐτοῦ βλ. Στάθη Γρ., Τά χειρόγραφα βυζαντινῆς μουσικῆς - Ἅγιον Ὄρος. Κατάλογος περιγραφικός τῶν χειρογράφων κωδίκων βυζαντινῆς μουσικῆς τῶν ἀποκειμένων ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις τῶν ἱερῶν μονῶν καί σκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθῆναι 1993 , τ. Α΄, σ. 636.
  [12] Στάθη Γρ., Τά χειρόγραφα, ὅ.π., σ. 637.
  [13] Περί τοῦ Γερασίμου βλ. Ἀτέση Β., μητροπολ. πρ. Λήμνου, Ἐπισκοπικοί Κατάλογοι Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1975,  σ. 278. Σιμόπουλου Θ., ἀρχιμ., Ὑπάτη, Ἀθῆναι 1981, σ. 113: «πατρίς αὐτοῦ ἡ νῆσος Σκόπελος ὅστις ἔζησεν εἰρηνικῶς καί θεαρέστως καί γηράσας καλῶς .... παρέδωκε τό πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ  καί ἐτάφη ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος». Βλ. ἐπίσης  Σάθα Κ., «Ἀνέκδοτος Κῶδιξ Νέων Πατρῶν», Ἀττικόν Ἡμερολόγιον (1869), σ. 197 κ. ἑξ. Καλλιανοῦ Κ. πρωτοπρ., «Ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας στή Σκῦρο τοῦ 18ου αἰ. ἤ πῶς ἀνακαινίσθηκε ἡ Μονή τῆς Εὐαγγελιστρίας στή Σκόπελο», Ἐφημέριος (1993) [ἀνάτυπο, Ἀθήνα 1994, σ. 6, 15, 16].
[14]  Πολέμη Δ., Ὁ ζωγράφος Δαβίδ Μπεναρδῆς, ὅ.π., σ. 323, ὅπου δημοσιεύεται ὀρθά ἡ ἐπιγραφή τῆς εἰκόνας, μετά τόν καθαρισμό της. Βλ. ἐπίσης, τοῦ ἰδίου, «Ἀνέκδοτοι ἐξ Ἄνδρου ἐπιγραφαί τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας», Ἐπετηρίς Ἐταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν 2 (1962), σ. 734, ἀρ. 25, ὅπου εἶχε γίνει λανθασμένη ἀνάγνωση τῆς ἐπιγραφῆς τῆς εἰκόνας.
[15] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 418.
[16] Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Κατάλογος, ὅ.π., σ. 417.