Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΣ ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΕΣ


Ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου, Καθηγουμένου Μεγίστης Λαύρας
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης καί οἱ σύν αὐτ μαρτυρικῶς τελειωθέντες



Φωτογραφία:
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης. Διακοσμημένος δίσκος κολλύβων Πανηγύρεως Μεγ. Λαύρας. Ἔργο Καυσοκαλυβιτῶν Πατέρων.




(...)  Ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τοῦ ὁποίου τήν μνήμην σήμερον πανηγυρικῶς ἑορτάζομεν, εἶναι ὡς γνωστόν ὁ θεσμοθέτης καί κατ᾿ ἄλλους ὁ «πατριάρχης» τοῦ Ἁγιορειτικοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς τό μεγάλο κοινόβιον τῆς Λαύρας τό ὁποῖον ἵδρυσεν, ἀπετέλεσεν τόν πυρῆνα διά τήν ἀνάπτυξιν τῆς μοναστικῆς Πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 
   Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως ἄλλωστε ὑπογραμμίζουν οἱ ἱστορικοί τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ, ἡ ἵδρυσις τῆς Μεγίστης Λαύρας καθώς καί ἡ πνευματική καί οἰκοδομική δραστηριότης τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ἀπετέλεσαν πραγματικόν σταθμόν εἰς τήν ἐξέλιξιν τοῦ Ἄθω καί ἔδωσαν τήν ὤθησιν διά τήν ἵδρυσιν καί ἄλλων μεγάλων κοινοβίων, τά ὁποῖα συνδέονται ὅλα –περισσότερον ἤ λιγότερον- μέ τήν δράσιν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μεταρρυθμιστοῦ.
  Ἡ ἵδρυσις τῆς Λαύρας εἰσάγει εἰς τόν Ἄθω τόν ὀργανωμένον κοινοβιατισμόν ὡς σύστημα βιώσεως τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους. Παραλλήλως, ὑπό τήν σκέπην τῆς Λαύρας, αἱ τρεῖς κύριαι μορφαί μοναχισμοῦ (κοινοβιακός, σκητιωτικός, ἐρημητικός) συμπορεύονται ἀλληλεγγύως εἰς μίαν ὑπερχιλιετήν ἱστορικήν διαδρομήν.
                                                                       
  Ἀναδιφῶντας εἰς τόν Βίον τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος εἶναι πλήρης θαυμαστῶν γεγονότων, θά πρέπει νά σταθῶμεν εὐλαβικῶς ἐπ᾿ ὁλίγον εἰς τό ὁσιακόν ἀλλά καί μαρτυρικόν τέλος τοῦ Ὁσίου, μιά πού ἠξιώθη νά «θυσιασθ ὑπέρ τῆς ποίμνης αὐτοῦ», συμφώνως μέ τόν Βίον του.
  Ὡς γνωστόν, ἔνεκα τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι συνέρεον εἰς τήν Λαύραν «ἐκ παντός μέρους τῆς οἰκουμένης», διά νά χειραγωγηθοῦν ἀπό τόν Ὅσιον «πρός ἀρετήν» καί πρός ψυχικήν σωτηρίαν, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισε νά ἀνοικοδομήσῃ εὐρυχωρότερο τό καθολικό τῆς Μονῆς. Καθώς λοιπόν ἡ οἰκοδομή ἔβαινε πρός ὁλοκλήρωσίν της, μέ τήν ἀνέγερσιν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος συνεκάλεσε εἰς Σύναξιν τό λογικόν του ποίμνιον, τήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας του. Μετά τήν ἀνάγνωσιν μιᾶς ἀπό τάς θεσπεσίους Κατηχήσεις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συνεπλήρωσε τήν πνευματικήν τράπεζαν, τήν ὁποίαν παρέθεσε μέ τό ἀποστάλαγμα τῆς δικῆς του ἐμπειρίας καί σοφίας, διδάσκοντας τά πνευματικά του τέκνα, τούς Λαυριώτας μοναχούς, νά «προσέχουν ἑαυτοῖς καί νά κρατοῦν τήν γλώσσαν των», νά προσέχουν δηλαδή ἀπό τήν κατάκρισιν καί τήν καταλαλιάν ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πίπτωμεν εὐκόλως ἐμεῖς οἱ μοναχοί. Κι αὐτό, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ἀνέφερε, «κρεῖσσον γάρ ἀφ᾿ ὕψους, ἤ ἀπό γλώσσας πεσεῖν». Συνεβούλευσε ἐπίσης τούς Πατέρας νά εἶναι ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά δεχθοῦν πειρασμόν, καθώς ὅπως εἶπε, «διά πειρασμῶν καί θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
 Ἐκεῖνο ὅμως, τό ὁποῖο ἔκανε ἐντύπωσιν καί προεκάλεσε μεγάλην ἀπορίαν εἰς τούς μαθητάς του, ἦταν ἡ παρότρυνσίς του ὅπως μή σκανδαλισθοῦν μέ ὅτι μέλλει νά συμβῇ⋅ ἀπ᾿ ἐναντίας νά θεωρήσουν αὐτό ὅτι συμβαίνει διά τό συμφέρον των, καθώς ὅπως, χαρακτηριστικῶς εἶπεν, «ἄλλως γάρ τοῖς ἀνθρώποις νοοῦνται τά ὁρώμενα καί ἄλλως τ Θε ὠκονόμηται». Ἀναφερόταν βεβαίως εἰς τό μετ᾿ ὀλίγον τραγικόν γεγονός τῆς καταρρεύσεως τοῦ τμήματος ἐκείνου τοῦ ναοῦ, τοῦ ὑπεράνω τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ὅπου ὁ Ὅσιος εἶχε ἀνεβεῖ μέ τήν βοήθειαν σκαλωσιᾶς, συμπαρασύροντας εἰς τό θάνατον ὄχι μόνον τόν ὅσιον Ἀθανάσιον ἀλλά καί ἔξη ἀπό τούς μοναχούς του, οἱ ὁποῖοι τόν εἶχαν ἀκολουθήσει εἰς τήν σκαλωσιάν, προκειμένου νά ἐπιθεωρήσουν ἀπό κοινοῦ τήν πορεία τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ. Ὡς γνωστόν, τό ἀνωτέρω τραγικόν γεγονός ὁδήγησε εἰς τήν μετ᾿ ὁλίγων ὡρῶν ὁσιακήν κοίμησίν τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Κοίμησιν τήν ὁποίαν ἑορτάζομεν καί σήμερον, χίλια ἔνδεκα περίπου ἔτη μετά.
  Ἀπό τό ὡς ἄνω περιστατικόν, ἐπιτρέψατέ μου νά σταθῶ εἰς μίαν, φαινομενικῶς μέν λεπτομέρειαν, οὐσιαστικῶς ὅμως, γεγονός μέ ὑψίστην σημασίαν. Γεγονός τό ὁποῖον ἀσφαλῶς θά εἶχε ἀναδειχθεῖ περισσότερον, ἐάν τό «μέγα γεγονός», ἡ ὁσιομαρτυρική δηλαδή Κοίμησις τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, δέν εἶχε ἐπισκιάσει τά πάντα. Καί ἀναφερόμεθα εἰς τούς ἕξη ἀδελφούς τῆς Μονῆς –συνοδούς τοῦ Ὁσίου- ἐκ τῶν ὁποίων, οἱ μέν πέντε παρέδωκαν ἀμέσως, «αὐθωρόν», σύμφωνα μέ τόν Βίον, τάς ψυχάς των εἰς τόν Θεόν, ὁ δέ ἔκτος, ὁ μοναχός Δανιήλ, ἐπέζησε ἐν μέσῳ τῶν ἐρειπίων μαζί μέ τόν ὅσιον Ἀθανάσιον καί ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτόν.
  Προεκτείνοντας ταπεινῶς τήν σκέψιν μας, φρονοῦμε ὅτι καί οἱ ἔξη τοῦτοι Λαυριῶται μοναχοί, οἱ ὁποῖοι θά πρέπει νά λογισθοῦν ὡς ὁσιομάρτυρες, θά πρέπει ἀσφαλῶς νά μᾶς ἐμπνέουν συνεχῶς, ἰδίως ἡμᾶς τούς Μοναχούς, εἰς τήν ἐν Χριστ ζωήν ἡμῶν καί νά σταθοῦν ὁδοδεῖκται κατά τήν πορείαν μας πρός συνάντησιν καί ἕνωσιν μέ τόν ἀναστάντα Κύριον.
 Μαζί ἐστάθησαν μέ τόν ὅσιον Ἀθανάσιον εἰς τήν ζωήν, μαζί εἰς τό κοινόβιον, μαζί εἰς τόν ἀγῶνα, μαζί εἰς τόν θάνατον, μαζί εἰς τό ταξίδιον εἰς τούς οὐρανούς, καί -εἴμεθα βέβαιοι- μαζί καί εἰς τήν αἰωνιότητα.
  Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος καί ἔξη ἀπό τούς ὑποτακτικούς του.
 Ἕν μικρό κοινόβιον μέσα εἰς τὀ κοινόβιον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὅπου «πολλαί μοναί εἰσίν».
 Ἀναθέτοντας μέ ἐμπιστοσύνην τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας των καί τήν καθοδήγησιν τῆς ψυχῆς των εἰς τάς χεῖρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, προσερχόμενοι εἰς τήν μοναχικήν ζωήν καί συμπορευόμενοι μέ αὐτόν, τόν ἠκολούθησαν καί εἰς τήν πορείαν του πρός συνάντησιν μέ τόν ἀγωνοθέτην Κύριον.
 Ἐμπιστευόμενοι κι ἡμεῖς τήν ζωήν ἡμῶν, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον πάντοτε εἶναι σωτήριον διά τήν ψυχήν μας, καί πορευόμενοι συμφώνως πρός τάς ἐντολάς Του, ἀσφαλῶς καί θά συγκοινοβιάσουμε, ὄχι μόνον μετά τοῦ σήμερον ἑορτάζοντος ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου καί τῶν ἔξη μεθ᾿ αὐτοῦ ὁσιομαρτυρικῶς τελειωθέντων, ἀλλά καί μέ αὐτόν τόν ἴδιον τόν Κύριον.                                                      
 (...)  Καί ὁ μέν ὅσιος καί θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος ἀγαπήσας τόν Θεόν ἐπί γῆς μέ τήν ἰσάγγελον αὐτοῦ πολιτείαν καί τά θεάρεστα αὐτοῦ κατορθώματα, ἐσκήνωσεν ἐν τοῖς κόλποις Αὐτοῦ μαζί μέ τούς μαρτυρικῶς καί ὁσιακῶς κοιμηθέντας ἕξη Λαυριώτας.
  Ἡμεῖς δέ πάντες, οἱ ταπεινοί διάδοχοι αὐτοῦ, ἄς ἀγωνισθῶμεν νά μιμηθῶμεν τάς θεοειδεῑς αὐτοῦ ἀρετάς, καί δή τῆς ὑπακοῆς, τῆς φιλαδελφίας καί τῆς ἀγάπης.
  Καί εἰς τόν ἀγῶνα αὐτόν, εἴθε νά ἔχομεν πρός τόν Θεόν παντοτεινόν πρεσβευτήν, τόν σήμερον ἑορταζόμενον ὅσιον Ἀθανάσιον, καί ὑπέρμαχον τόσον ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ ὅσον καί ἐν τῇ μελλούσῃ.
Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας.  Ἀμήν !

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας πού ἐκφωνήθηκε κατά τήν κτητορική τράπεζα τῆς Πανηγύρεως τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἰούλιος 2011.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Η ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Στό ἄκρο τῆς ἱερᾶς χερσονήσου τοῦ οὐρανογείτονος Ἄθω καί κάτω ἀπό τόν Ἄθω· στόν κόσμο καί ἔξω ἀπό τόν κόσμο· ἐκεῖ πού ἡ μεγαλόπρεπη ἀγριότητα τῆς φύσης συναγρυπνεῖ μέ τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ἐρημῖτες, ὑψώνεται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολη, σάν ἱερό Βῆμα στό θεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων.
  Ἡ ἱστορία τῆς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων συνδέθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέ τό ἀρχαιότερο ἡσυχαστήριό της, τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, μιά πού σ’ αὐτήν ἀσκήθηκε ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης, ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1630-1730). Πρῶτος πάντως γνωστός ἀσκητής τῆς περιοχῆς στάθηκε μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες πνευματικές φυσιογνωμίες τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ· ὁ ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας καταγόμενος ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης ( περ. 1365). Ὁ μεγάλος αὐτός διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ζῶντας στήν περιοχή ὡς διά Χριστόν σαλός ἔκαιγε τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος κατασκεύαζε, θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση. Ἀπό τήν προσωνυμία τοῦ ὁσίου ‘’Καυσοκαλύβης’’,΄πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία Καυσοκαλύβια.
  Μέ τή σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἡ Σκήτη  ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
 Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καταγόταν ἀπό τά Ἄγραφα καί ἔγινε μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς τοῦ Πηλίου. Κατόπιν ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου γύρω στά 1660 κατέληξε στήν περιοχή ‘’Μεταμόρφωσις’’ πού βρίσκεται ὑπεράνω τῆς σημερινῆς Σκήτης. καί στήν ὁποία ὑπῆρχε μοναστικός οἰκισμός ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Στά 1680 κατέβηκε πρός τή θάλασσα καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί ὅπου τέσσερεις αἰῶνες πρίν εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ὅσιος Μάξιμος. Παράλληλα ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔκτισε μέ τά χέρια του πέτρινο καλυβάκι, γνωστό σἠμερα καί ὡς ‘’ἀρχονταρίκι τοῦ ἁγίου’’, ὅπου ἔκανε τό ἐργόχειρό του (κατασκευή ξύλινων κουταλιῶν) καί στό ὁποῖο ἀργότερα φιλοξενοῦσε ὅσους ἔρχόντουσαν νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά πάρουν τήν εὐχή του καί ἔπρεπε κάπου νά διανυκτερεύσουν. Αὐτός ὁ σωζόμενος μέχρι σήμερα οἰκίσκος ἀποτέλεσε τό ἀρχικό κτίσμα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.
  Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου, δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας, πού ἦταν καρποί τῆς ἄσκησης τοῦ ἀκοίμητου στήν πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά, τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ’ αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ ἔφθασαν ἐδῶ καί τέθηκαν ὑπό τήν ὑπακοή τοῦ Ὁσίου, κτίζοντας μικρές καλύβες γύρω ἀπό τήν περιοχή τοῦ Σπηλαίου. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν σέ ἀριθμό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὀργάνωσε τή μοναστική τους κοινότητα σέ Σκήτη, ὁρίζοντάς του καί Τυπικό πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
  Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη, πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό, μέ τό ὁποῖο ὑδρεύονταν (ἀπό μία στέρνα πού σώζεται στήν τράπεζα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου) δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ὅσιος μέ θαῦμα του, ἔβγαλε τό νερό (ἁγίασμα), μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη· γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της.
  Στά 1725 τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε ὁ γνωστός Ρώσος περιηγητής μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι. Θά γράψει κατά τή διάρκεια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του στίς σημειώσεις του: «Ἐπισκέφθηκα ἕνα γέροντα, πρῶτο μεταξύ τῶν πατέρων τῆς σκήτης καί διανυκτέρευσα παρ’ αὐτ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος. Τιμᾶται ἀπό τούς μοναχούς τοῦ Ἄθω γιά τήν ἀρετή του καί εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές. Ἄκουσα δέ ὅτι εἶχε προορατικό χάρισμα».Ἕνας χαραγμένος σταυρός πού συνοδεύει τήν ἐπίσης χαραγμένη χρονολογία 1725 προέρχεται πολύ πιθανόν ἀπό τό χέρι τοῦ ρώσου περιηγητῆ, ὁ ὁποῖος συνήθιζε κατά τίς ἐπισκέψεις του σέ διάφορα ἱστορικά μνημεῖα νά ἀφήνει γραπτές ἤ ἐγχάρακτες ἐνθυμήσεις.
Τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε καί φιλοξενήθηκε ἀπ’ αὐτόν στήν Καλύβη του καί ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1730). Ὁ διαπρεπής αὐτός ἱεράρχης, ἀκούγοντας γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου καί ἀμφιβάλλοντας, ἦλθε ἐξεπίτηδες νά διαπιστώσει ἐάν αὐτά ἰσχύουν. «Καί μείνας παρά τῷ Ὁσίῳ καί διά πείρας γνούς τήν ἀλήθειαν, ὑπέστρεψεν κῆρυξ μεγαλόφωνος», λέγοντας: «Εἶδον ἄλλον Ἠλίαν καί Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν· εἶδον περισσότερον τῆς ἀκοῆς» (μαρτυρία τοῦ Θεοδώρητου Λαυριώτη τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, πού διασώθηκε στό βιβλίο τοῦ Πορφυρίου Οὐσπένσκι, Α’ Περιοδεία στίς μονές καί τίς σκῆτες τοῦ Ἄθω, Μόσχα 1880). 
  Ἀργότερα, ὁ σκευοφύλακας τῆς Λαύρας προηγούμενος Σάββας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Σκήτη «ἐμεγαλύνθη καί ηὔξησεν ἀπό ἕναν Ἀκάκιον, ἀσκητήν προκομμένον καί εἰς τά ψυχικά τέλειον, ὅστις ἀσκήτευεν ἐκεῖ τώρα εἰς τούς καιρούς μας, ἤγουν εἰς τούς ᾳψκ’ (1730), μέ μεγάλην ἄσκησιν ὁ τρισόλβιος ... Εἰς δέ τό γῆρας του ἔκτισε μικράν καλύβην. Λαβοῦσα λοιπόν τήν ἀρχήν καί αὔξησιν ἡ σκήτη αὐτή ἀπό τόν εὐλογημένον αὐτόν, ἡμέρᾳ τ ἡμέρᾳ ὅλον αὐξάνει...» (Προσκυνητάριον   Μεγίστης Λαύρας, Βενετία 1772). 
Τή θαυμαστή πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου μιμήθηκαν σέ ὅλα τρεῖς κυρίως ἀπό τούς μαθητές του, πού ἀσκήθηκαν ἐπί χρόνια ὡς ὑποτακτικοί του στήν καλύβη του καί οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, ἀφοῦ προετοιμάστηκαν πνευματικά ἀπό τόν Ὅσιο. Πρόκειται γιά τόν ὁσιομάρτυρα Ρωμανό ἀπό τά Ἄγραφα, πού μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη στά 1694 (5 Ἰανουαρίου), τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο ἀπό τή Βόρειο Ἤπειρο, πού μαρτύρησε στό Μπεράτι τῆς Ἀλβανίας στά 1722 (11 Ἰουλίου) καί τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο, ὁμογενή ἀπό τήν Κάτω Ρωσία, πού μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία στά 1730 (7 Μαΐου, τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος). 
Τό μαρτύριό τους ὅπως καί πολλῶν ἄλλων Νεομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέταξε ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ( 1765), τελευταῖος ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, βιογράφος καί ὑμνογράφος του, ἀπό τίς σημαντικότερες πνευματικές ἁγιορείτικες μορφές κατά τόν 18ο αἰ. Ὁ παπα-Ἰωνᾶς διαδέχθηκε τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόσο στή γεροντία τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅσο καί στό Δικαιᾶτο τῆς Σκήτης. Κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔκτισε τό σημερινό Κυριακό τῆς σκήτης (1745) καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747). Φρόντισε μάλιστα καί γιά τήν ἁγιογράφηση καί διακόσμηση τῶν δύο ναῶν (τρίτο τέταρτο 18ου αἰ.). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐκτός ἀπό ἁγιοτόκος κατέστη καί ἡ κτιτορική καλύβη τῆς Σκήτης καθώς σ’ αὐτήν ἔζησαν τόσο ὁ ἱδρυτής της ὅσο καί ὁ κτίτορας τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ της.
  Ἄλλοι χαρισματοῦχοι Γέροντες τῆς Καλύβης ἦσαν ὁ ἱερομόναχος Πελάγιος ( 1788), ἀνακαινιστής καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Προυσοῦ Εὐρυτανίας, ὁ γέρων Γεδεών ( 1896) καί ὁ σύγχρονος γέρων Ἱερόθεος ( μέσα 20οῦ αἰ.).
Σήμερα, στή εἴσοδο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τή χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στήν ὁποία ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀφιέρωσε τό ναό, καθώς καί τῶν ἁγίων Μαξίμου, Ἀκακίου, Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου, διανύει ἤδη τόν  τέταρτο αἰώνα τῆς ἱστορίας της. Ἀνακαινισμένη πλήρως κτιριακῶς σήμερα ἐκ βάθρων, προσπαθεῖ νά ἐκπληρώσει τή διπλή ἀποστολή της: ὡς τόπος μετανοίας, ἄσκησης καί ὀρθῆς βίωσης τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ὡς ἱερό Προσκύνημα τῶν χώρων στούς ὁποίους ἀσκήθηκαν οἱ παραπάνω Ἅγιοι. Στό ἁγιοτόκο αὐτό ἡσυχαστήριο ὁ προσκυνητής ἔχει τή δυνατότητα νά ἐπισκεφθεῖ τά ἑξῆς:
α) Τό ἱερό Σπήλαιο τῶν ὁσίων Μαξίμου καί Ἀκακίου, πού εἶναι καί ὁ γενέθλιος τόπος τῆς Σκήτης καί ὅπου φυλάσσεται ὡς κειμήλιο τμῆμα τῆς κλινοστρωμνῆς τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.
β) Τό περικαλλές καί κατανυκτικό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Κτισμένο στά 1747 στήν κορυφή τοῦ βράχου τοῦ Σπηλαίου, εἶναι τό ἀρχαιότερο σωζόμενο παρεκκλήσι τῆς Σκήτης. Ὁ ναός, θαυμαστό μνημεῖο ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, πλήρως ἀνακαινισμένος στίς μέρες μας (μετά τήν καταστροφή του ἀπό πυρκαϊά τό 1988 ἀλλά καί τίς καθιζήσεις ἐδαφῶν), κοσμεῖται ἀπό ξυλόγλυπτο περίτεχνο τέμπλο, φιλντισένια καί σεντεφένια προσκυνητάρια, ἐξαίρετες φορητές εἰκόνες, ἄλλα ἀφιερώματα καί ἱερά λείψανα.
  Στήν ὑπέρθυρη κόγχη τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ εἶναι ἱστορημένη ἡ περίβλεπτος τοιχογραφία τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατοῦσας. Γιά τήν εἰκόνα αὐτή καί γενικότερα γιά τόν ἀρχαῖο αὐτό ναό, ὁ ἐκ Σκοπέλου ἁγιορείτης λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες ( 1784) συνέθεσε τό ἑξῆς ἐπίγραμμμα: 
 «Καί ζω­γρα­φία θαυ­μα­στή ἄλ­λην παρά κα­μμίαν
 καί Πα­να­γία θαυ­μα­στή ὑ­πέρ τήν ζω­γρα­φίαν.
 Μα­κά­ριος εἶ Ἰ­ωνᾶ, διά τήν ἐκ­κλη­σίαν,
 μα­κά­ριος εἶ ἀ­δελφέ, διά τήν ζω­γρα­φίαν.
 Ἀλλά μα­κα­ρι­ώ­τε­ρος διά τήν μα­κα­ρίαν
 ταύ­την καί ἀ­ξι­ά­γα­στον εἰ­κόνα τήν ἁ­γίαν».
  Προχωρῶντας στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ παρατηροῦμε ὅτι αὐτός εἶναι κατάγραφος ἀπό τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1759, δημιουργία τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου, πού ἱστόρησε ἐπίσης καί τό Κυριακό τῆς Σκήτης. Διαβάζουμε στήν κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πού βρί­σκε­ται στό δυ­τι­κό πλά­γι­ο το­ί­χω­μα τοῦ βο­ρει­νοῦ πα­ρα­θύ­ρου τοῦ ναοῦ (ἐσωτερικά):
 « Ἰ­δοῦ πά­τερ ἤ­νη­σα τήν ἐ­ντο­λήν σου καί ἀ­νή­γει­ρα τοῦ­τον τόν θεῖ­ον δό­μον θε­ί­ᾳ συ­νάρ­σει, εἰς δό­ξαν τῆς πα­νά­γνου, καί ἐ­κό­σμη­σα σε­πτῶν ἐ­κτυ­πω­μά­των, ὡς μ' ὑ­πέ­τα­ξας ὅ­ταν ἐν σοί προ­σῆλ­θον· καί ἀ­πέ­δει­ξας πνευ­μα­τι­κόν σου τέ­κνον καί ἐ­νέ­δυ­σας σχῆ­μα τῶν μο­νο­τρό­πων. Δέομαι το­ί­νυν μή πα­ύ­σῃ προ­στα­τε­ύ­ειν, σύν τῷ ρω­μα­νῷ καί κλει­νῷ πα­χω­μί­ῳ καί τοῖς σύν αὐ­τοῖς μάρ­τυ­σι καί ὁ­σί­οις, ὅ­πως ἐν τέ­λει ἀ­νύ­σω θε­α­ρέ­στῳ καί ἀ­ξι­ω­θῶ τῆς ὑ­μῶν ξυ­ναυ­λί­ας, θε­ί­ῳ ἐ­λέ­ει ταῖς ὑ­μῶν ἱ­κε­σί­αις αἰ­ῶ­νας εἰς ἅ­πα­ντας οὐ με­τρου­μέ­νους. Τλή­μων ἰ­ω­νᾶς, αἰ­τω­λός ῥα­κεν­δύ­της, τῷ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστ πε­ντη­κο­στῷ ἐν­νά­τῳ ἔ­τει τῷ σωτηρί­ῳ μη­νί Ἰ­ου­λί­ῳ τε ἐ­τε­λει­ώ­θη».
Ἡ μεταβυζαντινή τέ­χνη τοῦ ζω­γρά­φου καί τοῦ συνεργε­ί­ου του πού ἱ­στό­ρη­σαν τό πε­ρι­καλ­λές αὐ­τό πα­ρεκ­κλή­σι, ἐ­ντάσ­σε­ται στό ἀ­να­νε­ω­τι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό ρεῦ­μα, κα­θα­ρά ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κο, πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό πρῶ­το τέ­ταρ­το τοῦ 18ου αἰ. καί προ­τε­ί­νει τήν ἐ­πι­στρο­φή καί ἀ­ντι­γρα­φή τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων προ­τύ­πων τῆς τέ­χνης τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων καί κυ­ρί­ως τῆς συμ­βα­τι­κά λε­γό­με­νης "Μα­κε­δο­νι­κῆς" Σχο­λῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ ( περ. 1746), τοῦ ὁποίου ἄλλωστε ἔργα ὑπάρχουν στά Καυσοκαλύβια. Ἀνάμεσα στίς τοιχογραφίες ξεχωρίζουν ἡ παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, μία ἐντυπωσιακή σύνθεση μέ τό ‘’Ὄραμα τοῦ ἁγίου Ἀκακίου’’, ὅπου εἰκονίζονται ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καί οἱ ὁσιομάρτυρες Ρωμανός καί Παχώμιος καθώς καί ἡ μέ ἔντονο δογματικό καί ἀντιαιρετικό περιεχόμενο σύνθεση μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπό τίς φορητές εἰκόνες ξεχωρίζουν ἡ ‘’Σύναξις τῶν ἐν τ Καυσοκαλυβίῳ Ὅσίων’’, ‘’Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός’’, ‘’Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος [ὁ ὁποῖος] πρό τοῦ μαρτυρίου ἀπερχόμενος λαμβάνει τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου’’ καί ‘’Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ταχύς Βοηθός’’, ὅλες ἔργα τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰ.
   Ἡ τελευταία αὐτή, μικρή μέν ἀλλά ἐφέστιος γιά τήν Καλύβη ἱερά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὀφείλει τήν ἱστόρησή της στό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Μετά τήν ἀ­να­κο­μιδή τῶν λει­ψά­νων τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου στά 1733, τά ὁποῖα βρέ­θη­καν ἐκ­πέμ­ποντα ἄρ­ρητη εὐ­ω­δία καί ἐμ­φα­νί­ζοντα πε­ρι­φανῆ στοι­χεῖα ἁ­γι­ό­τη­τας κα­τα­ξι­ω­μέ­νης τόσο στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅσο καί στή Με­γάλη τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σία, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς τα­ξί­δεψε στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη ἀφενός μέν γιά νά διακονήσει -κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριαρχείου- ὡς πνευματικός καί ἀφετέρου γιά νά φροντίσει νά βρεῖ οἰκονομικούς πόρους, ὥ­στε νά κτι­σθοῦν τόσο τό Κυ­ρι­ακό τῆς σκή­της ὅσο καί ὁ ναός τῆς Κα­λύ­βης του. Ἐ­κείνη ὅ­μως τήν ἐ­ποχή συ­νέ­πεσε νά ἔ­χει ἐ­πι­πέ­σει φο­βε­ρός καί θα­να­τη­φό­ρος λοι­μός στήν Πόλη, ὁ­δη­γῶν­τας στό θά­νατο χι­λι­ά­δες ἀπό τούς κα­τοί­κους της. Ἀ­κόμη καί ὁ ἴ­διος ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς προ­σβλή­θηκε ἀπό τήν ἐ­πά­ρατη γιά τήν ἐ­ποχή ἐ­κείνη νόσο. Προ­σευ­χή­θηκε τότε στό γέ­ροντά του ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο ἀλλά καί στόν ἅ­γιο Χα­ρά­λαμπο, τοῦ ὁ­ποίου τά θαύ­ματα τά σχε­τικά μέ τήν πα­νώλη ἦ­ταν πολλά. Τότε τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθηκε σέ ὅ­ραμα ὁ ἅ­γιος Χα­ρά­λαμ­πος, ὁ ὁ­ποῖος τόν δι­α­βε­βαί­ωσε ὅτι ὄχι μόνο ὁ ἴ­διος θά θε­ρα­πευ­θεῖ ἀλλά καί ὁ πι­στός λαός θά λυ­τρω­θεῖ ἀπό τή φο­βερή αὐτή μά­στιγα.
  Τό θαῦμα ἔ­γινε καί τό γε­γο­νός ἔ­γινε γρή­γορα γνω­στό ἀπό τόν κύ­κλο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν παι­διῶν, πού πε­ρι­έ­βα­λλαν τόν παπα-Ἰ­ωνᾶ, καί οἱ ὁ­ποῖοι ὡς αὐ­τό­πτες τῆς θε­ρα­πείας του δι­έ­δω­σαν στήν πόλη τό θαῦμα. Τότε πρός δό­ξαν Θεοῦ καί σέ ἔνδειξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη πνευ­μα­τικό, οἱ πι­στοί δι­ε­νήρ­γη­σαν ἔ­ρανο σ’ ὅλη τήν πόλη, διά τοῦ ὁ­ποίου ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς, πρα­γμα­το­ποι­ῶν­τας τήν ἐν­τολή τοῦ γέ­ροντά του, ἔ­κτισε τούς δύο προ­α­να­φερ­θέν­τες να­ούς.
  Σέ ἀ­νά­μνηση μά­λι­στα τοῦ πα­ρα­πάνω θαύ­μα­τος, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς πα­ρήγ­γειλε σέ ἁ­γι­ο­γράφο εἰ­κόνα τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους, πού σώ­ζε­ται καί σή­μερα ὡς κει­μή­λιο στήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου. Στή μι­κρή ἀλλά ἐ­φέ­στιο αὐτή εἰ­κόνα, εἰ­κο­νί­ζε­ται στή μέση ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος, φέ­ρον­τας τήν ἐ­πι­γραφή «Ὁ τα­χύς βο­η­θός», ἐνῶ κάτω δε­ξιά πα­ρι­στά­νε­ται γο­να­τι­στός ὁ Ἰ­ω­νᾶς, μέ μο­να­χική πε­ρι­βολή. Στά ἀ­ρι­στερά τῆς σύν­θε­σης εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ πα­νώλη, μέ τή μορφή μέ­λα­νος δαί­μο­νος, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πα­νι­κο­βλη­μέ­νος. Ἰ­δι­αί­τερα ση­μαν­τική εἶ­ναι καί ἡ ἐ­πι­γραφή, πού ἀ­πο­δί­δει λόγο τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους: «Ἐκ τῆς λοι­μι­κῆς Ἰ­ω­νᾶ ἐ­ρρυ­σά­μην / προσ­δρα­μῶντα μοι πόθῳ καί προ­θυ­μίᾳ», πού πιό ἁ­πλο­ϊκά ση­μαί­νει ὅτι: «Ἀπό τήν νόσο τοῦ λοι­μοῦ ἐ­γλύ­τωσα τόν Ἰ­ωνᾶ, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος κατέφυγε σέ μένα, μέ πόθο καί προ­θυ­μία».
  Στό ναό τῆς Καλύβης φυλάσσονται τμήματα τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου (κάτω σιαγόνα, ὀδόντες κ.ἄ) ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία, πού αἰσθητοποιεῖ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου πρός ὅσους μετά ἀπό τόσο κόπο προσέρχονται νά προσκυνήσουν στό ἱερό Σπήλαιο καί τό ναό τῆς Παναγίας καί νά ζητήσουν τίς πρεσβεῖες τοῦ Ὁσίου. Φυλάσσονται ἐπίσης τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἑνός ἀπό τούς Ἁγίους τῆς Καλύβης.
γ) Ὁ προσκυνητής μπορεῖ ἐπίσης νά δεῖ τό ‘’ἀρχονταρίκι’’ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καθώς καί τήν ἀρχαῖα στέρνα στήν ὁποία ὁ Ὅσιος συγκέντρωνε τό βρόχινο νερό, πρίν τό θαῦμα τοῦ ἁγιάσματος.
 Στήν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς Καλύβης φυλάσσονται χειρόγραφα καί ἔντυπα βιβλία, τόσο παλαιά ὅσο καί σύγχρονα, παλαιές χαλκογραφίες κ.ἄ.
  Στήν ἀνακαινισμένη σήμερα Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καλλιεργοῦνται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερή τέχνη τῆς ἁγιογράφησης ἱερῶν εἰκόνων, ἡ παρασκευή καί διακόσμηση κολλύβων καθώς καί ἡ συγγραφή καί ἔκδοση βιβλίων πού προβάλλουν, μέσα ἀπό τήν ἐπιστημονική μελέτη τῶν πηγῶν, τούς Ἁγίους, τήν πνευματικότητα, τήν ἱστορία καθώς καί τή μεταβυζαντινή τέχνη τόσο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων ὅσο καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους γενικότερα.
  Ἡ Καλύβη πανηγυρίζει ἐπίσημα τή μνήμη τοῦ ἁγίου κτίτορά της ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, κατά τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία. Μέ ἰδιαίτερο ἐπίσης τρόπο τιμᾶται ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθώς καί οἱ μνήμες τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί τῶν ὁσιομαρτύρων Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου.
  Στούς εὐλαβεῖς προσκυνητές πού ὄχι χωρίς κόπο φθάνουν ἐδῶ, στά πάντερπνα Καυσοκαλύβια καί στήν ἁγιοτόκο καί ἱστορική Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, εὐχόμαστε ὁ Κύριος, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καί τῶν σύν αὐτ, νά ἀνταποδίδει πλούσια τήν θεία χάρη Του.